ἡδύς
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ἡδεῖα, ἡδύ, ἡδὺς ἀϋτμή (as fem.) once in Hom., Od.12.369: Dor. ἁδύς [ᾱ], Boeot. neut. ϝαδού (written γάδου) cj. in Corinn.17 (cf. pr. n.
A ϝαδιούλογος IG7.2788.3), Elean βᾱδύς (q.v.): irreg. acc. ἁδέα for ἡδύν Theoc.20.44, for ἡδεῖαν ib.[8], Mosch.3.82: Ion. fem. ἡδέα, Dor. ἁδέα: Comp. ἡδίων [ῑ], Sup. ἥδιστος Od.13.80, etc.; also ἡδύτερος Thphr. HP 3.2.1, Ps.-Phoc.195, AP9.247 (Phil.); ἡδύτατος ib.11.298.7, Plu.2.98e.
I pleasant to the taste, δεῖπνον Od.20.391; of wine, 3.51, 9.197, etc.; to the smell, ἀμβροσίην.. ἡδὺ μάλα πνείουσαν 4.446; ὀδμὴ δ' ἡδεῖα ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει 9.210; to the hearing, δίδου δ' ἡδεῖαν ἀοιδήν 8.64; αὐδή Hes.Th.40; feelings or states, ἡ. ὕπνος Il.4.131, Od.1.364, al.; κοῖτος 19.510; ἡδὺ μάλα κνώσσουσα 4.809; ἡδὺς μῦθος, opp. ἀλγεινός, S.Ant.12: c. inf., φέγγος ἥδιον δρακεῖν A.Ag.602; ἡδὺς ἀκοῦσαι [λόγος] Pl.Men.81d, cf. Ar.V.503; later ἡ. ἀκουσθῆναι D.H.Comp.9; εἰ.. τόδε πᾶσι φίλον καὶ ἡδὺ γένοιτο Il.4.17, cf. 7.387: c. inf., οὐκ ἂν ἐμοί γε μετὰ φρεσὶν ἡδὺ γένοιτο ζωέμεν Od.24.435; ἁδύ τι θαρσαλέαις τὸν μακρὸν τείνειν βίον ἐλπίσι A.Pr.536, etc.; so οὔ μοι ἥδιόν ἐστι λέγειν I had rather not... Hdt.2.46: neut. as substantive, τὸ δι' ἀκοῆς τε καὶ δι' ὄψεως ἡδύ Pl.Hp.Ma.298a; μεμιγμένον τῷ σεμνῷ τὸ ἡ. D.H.Comp.1; τὰ ἡδέα = pleasures, Th.5.105, Pl.Grg. 495a, etc.: neut. as adverb, ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν merrily, Il.2.270, etc.; ἁδὺ δὲ καὶ τὺ συρίσδες sweetly, Theoc.1.2.
II after Hom., of persons, welcome, S.OT82, Ph.530 (Sup.), El.929; ironically, ἥδιστος.. δεσμώτης ἔσω θακεῖ Id.Aj.105; like εὐήθης, innocent, simple, ὡς ἡ. εἶ Pl.Grg. 491e, Plu.Art.17, etc.: Sup., ὦ ἥδιστε = my good friend (iron.), Pl.R. 348c, al.
2 well-pleased, glad, ἡδίους ἔσεσθ' ἀκούσαντες D.23.64; ἡδίους ταῖς ἐλπίσιν Plu.Cam.32; τὴν γνώμην ἡδίω πρὸς τὸ μέλλον ποιεῖν to open a pleasanter view of the future, Id.Fab.5.
III Adv. ἡδέως = pleasantly, with pleasure, καθεύδειν Pl.Cri.43b; εὕδειν S.Tr.175; δρᾶν Id.Ant.70; ὁρᾶν τινα E.IA1122; βίοτον ἄγειν Id.Cyc.453; λαβεῖν, δέχεσθαι, Ar.Eq.440, X.Mem.1.2.4; ἡδέως ἂν ἐροίμην I would gladly ask, should like to ask, D.18.64; ἡδέως ἔχειν τι to be pleased or be content with, E.Ion647 (but ἵν' ἡ δόκησις Ξοῦθον ἡ. ἔχῃ ib.1602); οὐδὲ πότων ἡδέως εἶχον had no inclination to drink, Hp.Epid.3.13; τινος, of a person, Macho ap.Ath.13.577e; ἡδέως ἔχειν πρὸς ἅπαντας to be suave, be courteous towards... Isoc.1.20; τινι D.5.15; ἡδέως ἔχειν, of things, to be pleasant, E.IA483; ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα S.Ant.436; iron., ἡδέως γε = 'prettily said', Pl.Hp.Ma.300c: Comp. ἥδιον Lys.7.40, Pherecr.67, etc.: Sup., ἥδιστα μεντἂν ἤκουσα Pl.Tht.183d, etc.
2 in Hom. neut. ἡδύ as adverb (v. supr.), cf. ἥδομαι. [ἥδῐον E.Supp.1101 (s.v.l.), Ar. V.298 (lyr.), Alex.25.6, but ἡδίον (α) [ῑ] E.Cyc.251, etc.] (Skt. svādús, Lat. suavis.)
German (Pape)
[Seite 1154] εῖα, ύ, bei Hom. auch 2 Endgn, ἡδὺς ἀϋτμή, Od. 12, 369; im acc. ἁδέα, χαίταν, πόρτιν, Theocr. 20, 8 u. Mosch. 3, 83, wie τὸν ἁδέα Theocr. 20, 44; fem. ion. ἡδέα, ἡδέη (vgl. ἥδομαι), erfreulich, anmutig, zunächst vom Geschmack, süß, bes. vom Wein, Od. 4, 51. 9, 197; δεῖπνον, 20, 391; vom Geruch, 4, 446. 9, 210. 12, 369; vom Gehör, ἡδεῖα ἀοιδή, 8, 64; αὐδή, Hes. Th. 40; ἀκοή, Pind. P. 1, 90; ὀμφαί, N. 10, 33; vom Gesicht, τί γὰρ γυναικὶ τούτου φέγγος ἥδιον δρακεῖν; Aesch. Ag. 588; Plat. sagt τὸ δι' ἀκοῆς τε καὶ ὄψεως ἡδύ, Hipp. mai. 296 a; übh. von angenehmen, sinnlichen Empfindungen, z. B. ὕπνος, oft Hom., wie Eur. Hec. 916; ἡδὺς κοῖτος, Od. 19, 510; ἡδὺ κνώσσειν, 4, 809; εὐνή, Pind. P. 9, 42; χάρις, I. 5, 48; ἐλπίς, P. 4, 201; μῦθος οὔθ' ἡδὺς οὔτ' ἀλγεινός, Soph. Ant. 12; φάτις, El. 56; λόγους ἡδεῖς φέρειν, in das geistig Angenehme, Erfreuliche übergehend; bes. häufig ἡδύ μοί ἐστι oder γίγνεται, es ist mir angenehm, lieb, erfreulich, Il. 4, 17. 7, 387 Od. 24, 235; ἡδύ τι θαρσαλέαις τὸν μακρὸν τείνειν βίον ἐλπίσι, schön, angenehm ist es, Aesch. Prom. 534; οὐ γὰρ αὐδᾶν ἡδὺ τἀκίνητ' ἔπη Soph. O. C. 630; πεισ τέον κεἰ μηδὲν ἡδύ, auch wenn es nicht Freude macht, O. R. 1516; ἡδὺ τὸ φῶς βλέπειν Eur. I. A. 1218, öfter; ταῦτα γὰρ τούτοις ἀκούειν ἡδέα, angenehm zu hören, Ar. Vesp. 503; ἀκούειν τὰ ἥδιστα Thuc. 7, 14, wie ἡδὺς ἀκοῦσαι λόγος Plat. Men. 81 d u. öfter; εἰ μὴ ἡδὺ Πρωταγόρᾳ Prot. 338 a; εἴπερ σοί γε ἡδύ Legg. I, 643 a; νῦν μοί σε ἡδύ ἐστι ἐπείρεσθαι τὰ θέλω Her. 7, 101, es beliebt mir zu fragen. – Gegensätze sind λυπ ηρός, Plat. Legg. V, 733 a, ἀνιαρός, Prot. 355 b Xen. Cyr. 8, 3, 42, ἀλγεινός, Plat. Tim. 64 a. – Τὰ ἡδέα, sinnliche Genüsse, Vergnügungen, nach Plat. Prot. 351 d τὰ ἡδονῆς μετέχοντα ἢ ποιοῦντα ἡδονήν. – Von Menschen, angenehm, freundlich, froh, ἥδιστος ἀνήρ Soph. Phil. 526, vgl. O. R. 82; ἡδεῖαν θεόν Eur. Phoen. 402; ἡδίους ταῖς ἐλπίσιν ἐγένοντο Plut. Cam. 32; ἡδίους ἔσεσθε ἀκούσαντες Dem. 23, 64. – Bei Plat. häufig mit leichter Ironie, auch tadelnd, gutmütig, gutherzig, einfältig, ὡς ἡδὺς εἶ, τοὺς ἠλιθίους λέγεις σώφρονας Gorg. 491 e; εἰκός γε, ἔφη, ὦ ἥδιστε Rep. I, 348 c, öfter; Sp., ὁ δ' οὕτως ἡδύς ἐστιν ὥςτε Strab. I, 54; εἰρωνευομένη μετὰ γέλωτος, ὡς ἡδύς, ἔφασκεν Plut. Artax. 17; Luc. Dem. enc. 24. – Comparat. u. superlat. ἡδίων u. ἥδιστος, selten ἡδύτερος, Phocyl. 183 u. Sp., wie P^hilip. 64 Tull. Gemin. 7 (IX, 247. 707); auch ἡδύτατος, wie Schol. Ar. Plut. 1021; Plut. de fort. p. 305; Ep. ad. 98 (XI, 298). – Adv. ἡδέως, angenehm, behaglich, ἡδέως εὕδειν Soph. Tr. 175; βίοτον ἡδέως ἄγειν Eur. Cycl. 452; ἡδέως ζῆν Plat. Prot. 351 b u. öfter; ἡδέως ἔχειν πρός τινα Isocr. 1, 20, wohlwollend gegen Einen gesinnt sein, wie Plut. Cim. 8; ἡδέως ἔχουσιν ἡμῖν, Dem. 5, 15; ἡδέως ἔχειν τινός, Hippocr.; Ath. XIII, 581 c; vgl. noch ἀλλ' ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα Soph. Ant. 432; gern, δέχεσθαι, λαβεῖν, Ar. Equ. 440 u. A.; ἡδέως ἂν ἀκούσαιμι Plat. Rep. V, 470 a; ἥδιστα μέντ' ἂν ἤκουσα Theaet. 183 d. – Hom. braucht auch ἡδύ adverbialisch, ἡδὺ γέλασσαν, sie lachten behaglich, Il. 2, 270 u. oft, dem ausgelassenen Gelächter entgeggstzt; auch ἡδὺ κνώσσειν, Od. 4, 809.
French (Bailly abrégé)
ἡδεῖα, ἡδύ ; gén. ἡδέος, ἡδείας, ἡδέος;
agréable, doux :
I. en parl. de choses :
1 doux au goût;
2 doux à l'odorat, parfumé, embaumé;
3 doux à l'oreille (parole, chant, etc.);
4 doux en gén. (sommeil, etc.) : ἡδύ ἐστι ou γίγνεται (τόδε) IL (cela) est agréable, charmant ; ἡδύ ἐστι ou γίγνεται avec un inf. OD il est agréable de ; adv. au neutre : • ἡδὺ γελᾶν IL rire doucement ; subst. τὸ ἡδύ PLAT l'agrément ; τὰ ἡδέα THC les plaisirs;
II. en parl. de pers. :
1 agréable, charmant ; ὦ ἥδιστε PLAT mon très doux ami ; avec une nuance d'ironie facile, simple ; plaisant : ἡδὺς γὰρ εἶ, ἔφη PLAT car tu es plaisant, dit-il;
2 qui éprouve du plaisir : ἡδύς εἰμι ἀκούσας DÉM je suis charmé d'avoir entendu;
Cp. ἡδίων, rar. ἡδύτερος, Sp. ἥδιστος, rar. ἡδύτατος.
Étymologie: R. ΣϜαδ > Ἁδ, être agréable ; ἡδύς p. *σϜαδύς = lat. suavis, p. *svadvis.
Russian (Dvoretsky)
ἡδύς: ἡδεῖα, ἡδύ, дор. ἁδύς (gen. ἡδέος, ἡδείας, ἡδέος) (эп. f тж. ἡδύς; дор. f тж. ἁδέα)
1 сладкий (в более широком смысле, чем γλυχύς), вкусный (δεῖπνον, οἶνος Hom.);
2 приятно пахнущий, душистый, ароматный (ὀδμή, ἀμβροσίη Hom.);
3 приятный для уха, ласкающий слух (ἀοιδή Hom.);
4 сладостный (ὕπνος Hom., Eur.; κοῖτος Hom.; ἐλπίς Pind.);
5 приятный, радостный (μῦθος Soph.): ἡ. ἀκοῦσαι λόγος Plat. приятная для слуха речь; αἴ κέ περ ὔμμι φίλον καὶ ἡδὺ γένοιτο Hom. если (это) вам желательно и приятно;
6 дорогой, милый (ἀνήρ Soph.);
7 ирон. милый мой, в смысле наивный, простодушный; ὦ ἥδιστε! Plat. ах, милый ты мой! (ср. лат. dulcissime rerum!); ὡς ἡ. εἶ! Plat. какой же ты наивный!;
8 испытывающий радость, восхищенный, довольный: ἡ. εἰμὶ ἀκούσας Dem. я рад, что слышал.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύς: ἡδεῖα, ἡδύ, ἀλλ’ ἅπαξ παρ’ Ὁμ., ἡδὺς ἀϋτμὴ (ὡς θηλ.) Ὀδ. Μ. 369· Δωρ. ἁδύς, ἀνώμαλ. αἰτιατ. ἁδέα ἀντὶ ἡδὺν Θεόκρ. 20. 44, Μόσχ. 3. 83, ἀντὶ ἡδεῖαν Θεόκρ. 20. 8 (πρβλ. θῆλυς)· Ἰων. θηλ. ἡδέᾰ, Δωρ. ἁδέα· συγκρ. ἡδίων ῑ, ὑπερθ. ἥδιστος Ὀδ. Ν. 80, καὶ Ἀττ.· παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως ὁμαλῶς: ἡδύτερος, Ψευδοφωκυλ. 183, Ἀνθ. Π. 9. 247, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 2, 1 (ἂν ὀρθὴ ἡ γραφή)· ἡδύτατος Ἀνθ. Π. 11. 298, Πλούτ. 2. 98Ε. Ι. γλυκύς, εὐάρεστος εἰς τὴν γεῦσιν, δεῖπνον Ὀδ. Υ. 391· συχν. ἐπὶ οἴνου, Γ. 51, Ι. 197, κτλ.· εἰς τὴν ὀσμήν, ἀμβροσίην... ἡδὺ μάλα πνείουσαν Δ. 446· ὀδμὴ δ’ ἡδεῖα, ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει Ι. 210· εἰς τὴν ἀκοήν, δίδου δ’ ἡδεῖαν ἀοιδὴν Θ. 64· αὐδὴ Ἡσ. Θ. 40· ἀκολούθως ἐπὶ παντὸς εὐαρέστου αἰσθήματος, καταστάσεως, κτλ., οἷον ἐπὶ ὕπνου, ἡδὺς ὕπνος Ἰλ. Δ. 131, καὶ συχν. ἐν τῇ Ὀδ.· ἡδὺς κοῖτος Τ. 510· ἡδὺ μάλα κνώσσουσα Δ. 809· ἡδὺς μῦθος, ἀντίθ. τῷ ἀλγεινός, Σοφ. Ἀντ. 12, πρβλ. 436 κἑξ.· ― μετ’ ἀπαρ., ἡδὺς δρακεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 602· ἡδὺς ἀκοῦσαι λόγος Πλάτ. Μένωνι 81D, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 503 (ἴδε γλυκὺς Ι. 2)· ― ἡδύ ἐστι ἢ γίγνεται, εἰ... τόδε πᾶσι φίλον καὶ ἡδὺ γένοιτο Ἰλ. Δ. 17, πρβλ. Η. 387· μετ’ ἀπαρ., οὐκ ἂν ἔμοιγε μετὰ φρασὶν ἡδὺ γένοιτο ζωέμεν Ὀδ. Ω. 435· ἁδὺ τι θαρσαλέαις τὸν μακρὸν τείνειν βίον ἐλπίσι Αἰσχύλ. Πρ. 536, κτλ.· οὕτω, οὔ μοι ἥδιόν ἐστι λέγειν (ὡς τὸ οὐκ ἄμεινόν ἐστι) προτιμῶ νὰ μὴ..., Ἡρόδ. 2. 46· ― οὐδ. ὡς οὐσιαστ., τὸ δι’ ἀκοῆς τε καὶ ὄψεως ἡδὺ Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298Α· τὰ ἡδέα, ἡδοναί, τέρψεις, Θουκ. 5. 105, Πλάτ. Γοργ. 495Α, κτλ.· ― οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἡδέως, γλυκά, ἐπ’ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν Ἰλ. Β. 270, κτλ.· ἁδὺ δὲ καὶ τὺ συρίσδες Θεόκρ. 1. 3. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., ἐπὶ προσώπων, εὐάρεστος, εὐπρόσδεκτος, Σοφ. Ο. Τ. 82, Φ. 530, πρβλ. Ἠλ. 929· ― εἰρωνικῶς: ἥδιστος... δεσμώτης ἔσω θακεῖ ὁ αὐτ. Αἴ. 105. 2) εὐχαριστημένος, χαίρων, πλήρης χαρᾶς, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 82· ἡδίους ἔσεσθε ἀκούσαντες Δημ. 641. 9· ἡδίους ταῖς ἐλπίσιν Πλούτ. Καμίλ. 32· ἡδίω τὴν γνώμην πρὸς τὸ μέλλον ποιεῖν ὁ αὐτ. Φαβ. 5· ἐπὶ προσφωνήσεων, ὦ ἥδιστε, τὸ τοῦ Ὁρατίου dulcissime verum, Πλάτ. Πολ. 348C, κτλ. 3) ὡς τὸ γλυκὺς καὶ εὐήθης, ἀφελής, ἁπλοῦς, ὡς ἡδὺς εἶ ὁ αὐτ. Γοργ. 491D, Πολιτ. 337D, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ἡδέως, εὐχαρίστως, μετ’ εὐχαριστήσεως, ἡδέως ἀλγεινῶς θ’ ἅμα Σοφ. Τρ. 436· ἡδ. εὕδειν αὐτόθι 175· δρᾶν τι ὁ αὐτ. Ἀντ. 70· ὁρᾶν τινα Εὐρ. Ι. Α. 1122· βίοτον ἄγειν ὁ αὐτ. Κύκλ. 453, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 440, Ξεν., κτλ.· ἡδέως ἂν ἐροίμην, εὐχαρίστως ἤθελον ἐρωτήσει, Δημ. 246. 10· ― ἡδ. ἔχω τι, εἶμαι εὐχαριστημένος, ἀρέσκομαι ἢ ἀρκοῦμαι εἴς τι, Εὐρ. Ἴωνι 647, 1602· ἡδ. ἔχω τινὸς Ἱππ. 1089C, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577Ε· ἡδ. ἔχω πρός τινα ἢ τινί, εἶμαι καλὸς πρός τινα, ἔχω καλὰς διαθέσεις, Ἰσοκρ. 6Β, Δημ. 60 ἐν τέλ.· ἡδ. ἔχω, ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι εὐάρεστος, Εὐρ. Ι. Α. 483· ― ἡδέως μοί ἐστι, μὲ εὐχαριστεῖ, Heind. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 300C, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 436· ― συγκρ. ἥδιον Λυσ. 111. 41, Φερεκρ. Κορ. 1, Πλάτ., κτλ.· ― ὑπερθ. ἥδιστα μεντἄν ἤκουσα Πλάτ. Θεαιτ. 183D, κτλ. 2) παρ’ Ὁμ. τὸ ἡδὺ εἶναι ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., ἴδε ἀνωτ. (Συγγενὲς τῷ ἧδος, ἥδομαι· ἴδε ἐν λ. ἁνδάνω.) Ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 1101, κατεῖχε χειρί· πατρὶ δ’ οὐδὲν ἥδῐον, καὶ Ἀλέξ. Ἀσωτ. 1. 6, γαστρὸς οὐδὲν ἥδῐον.
English (Autenrieth)
εῖα, ύ (σϝηδύς) sup. ἥδιστος: sweet, pleasant; adv., ἡδύ, κνώσσειν, γελᾶν, δ, Il. 2.270.
Greek Monolingual
-εία, -ύ (Α ἡδύς, δωρ. τ. ἁδύς, -εῖα, -ύ, στον Όμ. το θηλ. και ἡδύς [μόνο μία φορά], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. ἁδέα)
1. γλυκός, ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως στη γεύση, στην όσφρηση και στην ακοή («ἡδύ δεῖπνον», Ομ. Οδ.)
2. (κατ' επέκτ. και για κάθε ευχάριστη κατάσταση) απολαυστικός («ἡδύς ὕπνος», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ἡδύ ἐστι» ή «είναι ηδύ» — είναι ευχάριστο
αρχ.
1. (μετά τον Όμ.) ευάρεστος, ευπρόσδεκτος, εύθυμος («ἀλλ' εἰκάσαι μέν, ἡδύς», Σοφ.)
2. αφελής, απλοϊκός, ανόητος («ὡς ἡδύς εἶ», Πλάτ.)
3. γεμάτος χαρά, ευχαριστημένος («ἡδίους ἔσεσθαι ἀκούσαντες», Δημοσθ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύ
η γλυκύτητα, η ομορφιά
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδέα
οι ηδονές, οι απολαύσεις
6. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡδύ
α) γλυκά
β) ηδονικά, ευχάριστα
7. (το υπερθ. ως προσφών.) ὦ ἥδιστε
γλυκύτατε, γλυκέ μου άνθρωπε.
επίρρ...
ηδέως (AM ἡδέως)
με ευχαρίστηση, με προθυμία, ευχαρίστως
αρχ.
φρ. α. «ἡδέως ἔχω» — είμαι ευχάριστος
β. «ἡδέως ἔχω τι» — αρκούμαι σε κάτι, είμαι ευχαριστημένος
γ. «ἡδέως ἔχω πρός τινα» ή «ἡδέως ἔχω τινί» — είμαι καλός, έχω καλές διαθέσεις προς κάποιον
δ. «ἡδέως μοί ἐστι» — μέ ευχαριστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ηδύς < Fᾱδύς ταυτίζεται με αρχ. ινδ. svādu-, γαλατ. suadu-rīx και ανάγεται σε IE suādu-s με την ίδια σημ. Συνδέεται επίσης με λατ. suāvis, αρχ. άνω γερμ. suozi, αγγλοσαξ. swēte. Η λ. ηδύς στον Όμηρο απαντά με σημ. «εύγευστος», ενώ αργότερα κυρίως με σημ. «γλυκός» και «ευχάριστος». Στις ΙΕ γλώσσες, γενικότερα, λέξεις με σημ. «γλυκός» χρησιμοποιούνται αναφορικά με άλλες αισθήσεις παρά με τη γεύση (πρβλ. αγγλ. sweet smell «γλυκιά μυρωδιά», sweet voice «γλυκιά φωνή»), έτσι ώστε συχνά επικράτησε η γενικότερη έννοια «ευχάριστος» και χρησιμοποιήθηκαν άλλες λέξεις αποκλειστικά για τη γεύση. Τέλος, η λ. ηδύς απαντά ως α' συνθετικό 40 περίπου λέξεων της Ελληνικής με τη μορφή ηδυ-].
Greek Monotonic
ἡδύς: ἡδεῖα, ἡδύ, επίσης άπαξ στον Όμηρ. θηλ. ἡδύς, όπως το θηλ. Δωρ. ἁδύς, ανώμ. αιτ. ἁδέα αντί ἡδύν και αντί ἡδεῖαν, Ιων. θηλ. ἡδέᾰ, Δωρ. ἁδέα, συγκρ. ἡδίων [ῑ], υπερθ. ἥδιστος, και μεταγεν. ἡδύτερος, ἡδύτατος (ἁνδάνω).
I. ο γλυκός στη γεύση ή στην οσμή (εύγευστος και εύοσμος), σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται επίσης σε σχέση με την ακοή, στον ίδ.· έπειτα χρησιμοποιείται για κάθε ευχάριστο συναίσθημα ή κατάσταση, όπως ο ύπνος, στον ίδ.· με απαρέμφ., ἡδὺς δρακεῖν, σε Αισχύλ.· ἡδὺς ἀκοῦσαι λόγος, σε Πλάτ.· ἡδύ ἐστι ή γίγνεται, είναι ευχάριστο, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, οὔμοι ἥδιόν ἐστι λέγειν, θα προτιμούσα να μην πω, σε Ηρόδ.· ουδ. ως ουσ., τὰ ἡδέα, οι απολαύσεις, οι ηδονές, σε Θουκ.· ουδ. ως επίρρ., ἡδέως, γλυκά, ευχάριστα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
II. 1. μετά τον Όμηρο, λέγεται για πρόσωπα, ευχάριστος, ευπρόσδεκτος, σε Σοφ.
2. ευχαριστημένος, χαρούμενος, στον ίδ., σε Δημ.· σε προσφωνήσεις προσώπων, ὦ ἥδιστε, το του Ορατίου dulcissime rerum, σε Πλάτ.
3. όπως το εὐήθης, αθώος, απλός, αφελής· ὡς ἡδὺς εἶ, στον ίδ.
III. επίρρ. ἡδέως, γλυκά, ευχάριστα, με ευχαρίστηση, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· ἡδέως ἂν ἐροίμην, θα ρωτούσα ευχαρίστως, θα ήθελα να ρωτήσω, σε Δημ.· ἡδέως ἔχειν τι, είμαι ευχαριστημένος ή ικανοποιημένος με κάτι, σε Ευρ.· ἡδέως ἔχειν πρός τινα ή τινι, είμαι ευγενικός, φιλικά διακείμενος απέναντι σε κάποιον, σε Δημ.· συγκρ. ἥδιον, σε Πλάτ. κ.λπ.· υπερθ. ἥδιστα, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: sweet, tasteful, pleasant, pleasing (Il.);
Other forms: Dor. ἁδύς, El. etc. Ϝαδύς
Compounds: very often as 1. member, e. g. ἡδυ-επής with sweet words, sounding pleasant (Il.); as 2. member -ηδής, s. ἥδομαι. On ἡδίων (rare a. late ἡδύτερος), ἥδιστος s. Seiler Steigerungsformen 57f.
Derivatives: ἥδυμος sweet, comforting, dactylic variant of ἡδύς, of ὕπνος (Il.; in Hom. always wrongly νήδυμος, s. Bechtel Lex. s. v., Leumann Hom. Wörter 44f.), also Α῝δυμος as PN; cf. ἔτυμος and Schwyzer 494, Chantraine Formation 151f.; ἡδύλος id., hypocoristic enlargement (A. D., EM) with ἡδυλίζω flatter, tempt (Men.), ἡδυλίσαι συνουσιάσαι, ἡδυλισμός συνουσία H.; also as PN with `Ηδυλίνη (Attica IVa), `Ηδύλειος (Delos IIIa); further `Ηδυτώ (Attica Va; after Ἐρατώ a. o.), `Ηδάριον (Rhodes; after the dimin. in -άριον). Backformation ἦδος vinegar (Ath.), cf. γᾶδος (= Ϝ-) γάλα, ἄλλοι ὄξος H., on the meaning Schwyzer Festschrift Kretschmer 244ff.; also Pisani KZ 68, 176f. (where unclear Arm. kac̣ax vinegar is discussed). Denomin. verb ἡδύνω sweeten, make tasteful, spice (IA.) with ἥδυσμα, -μάτιον spice (Ion.-Att.), ἡδυσμός, ἡδυν-τός, -τικός, -τήρ spiced etc. (also from salt).
Origin: IE [Indo-European] [1039] *sueh₂d- sweet
Etymology: Old word for sweet, identical with Skt. svādú-, Gaul. Suadu-rīx, -genus, IE *sueh₂dú-s; also Lat. suāvis, Germ., e. g. OHG suozi, OE. swēte sweet. The full grade perhaps from the comparative ἡδίων, Skt. svā́dīyas- (also ἥδιστος = svā́diṣṭha-). The zero grade in Lith. súdyti spice, salt, Skt. sūdáyati, perf. pl. su-ṣūd-imá make tasteful. - Forms in W.-Hofmann s. suāvis. S. also ἥδομαι, ἁνδάνω.
Middle Liddell
ἁνδάνω
I. sweet to the taste or smell, Hom.; to the hearing, Hom.; then of any pleasant feeling or state, as sleep, Hom.:—c. inf., ἡδὺς δρακεῖν Aesch.; ἡδὺς ἀκοῦσαι λόγος Plat.:— ἡδύ ἐστι or γίγνεται it is pleasant, Hom., etc.:—so, οὔ μοι ἥδιόν ἐστι λέγειν I had rather not say, Hdt.:—neut. as substantive, τὰ ἡδέα pleasures, Thuc.:—neut. as adv., sweetly, Il., etc.
II. after Hom., of persons, pleasant, welcome, Soph.
2. well-pleased, glad, Soph., Dem.; in addressing a person, ὦ ἥδιστε, Horace's dulcissime rerum, Plat.
3. like εὐήθης, innocent, simple, ὡς ἡδὺς εἶ Plat.
III. adv. ἡδέως, sweetly, pleasantly, with pleasure, Soph., Eur., etc.; ἡδέως ἂν ἐροίμην I would gladly ask, should like to ask, Dem.;— ἡδ. ἔχειν τι to be pleased or content with, Eur.; ἡδ. ἔχειν πρός τινα or τινί to be kind, well-disposed to one, Dem.:— comp. ἥδιον Plat., etc.:—Sup., ἥδιστα Plat.
Frisk Etymology German
ἡδύς: {hēdús}
Forms: dor. ἁδύς, el. usw. ϝαδύς
Meaning: süß, wohlschmeckend, angenehm, erfreulich (seit Il.);
Composita : sehr oft als Vorderglied, z. B. ἡδυεπής mit süßen Worten, angenehm lautend (ep. poet.); als Hinterglied fungiert -ηδής, s. ἥδομαι. Zu ἡδίων (selten u. spät ἡδύτερος), ἥδιστος s. Seiler Steigerungsformen 57f.
Derivative: Ableitungen: ἥδυμος suß, erquickend, daktylische Nebenform von ἡδύς, gew. von ὕπνος (ep. poet. seit Il.; bei Hom. immer fälschlich νήδυμος, s. Bechtel Lex. s. v., Leumann Hom. Wörter 44f.), auch Ἅδυμος als EN; vgl. ἔτυμος und Schwyzer 494, Chantraine Formation 151f.; ἡδύλος ib., hypokoristische Erweiterung (A. D., EM) mit ἡδυλίζω schmeicheln, verlocken (Men.), ἡδυλίσαι· συνουσιάσαι, ἡδυλισμός· συνουσία H.; auch als EN mit Ἡδυλίνη (Attika IVa), Ἡδύλειος (Delos IIIa); dazu noch Ἡδυτώ (Attika Va; nach Ἐρατώ u. a.), Ἡδάριον (Rhodos; nach den Demin. auf -άριον). Rückbildung ἦδος Essig (Ath. u. a.), vgl. γᾶδος (= ϝ-)· γάλα, ἄλλοι ὄξος H., zur Bedeutung Schwyzer Festschrift Kretschmer 244ff.; auch Pisani KZ 68, 176f. (wo noch das mehrdeutige arm. k‘ac̣ax Essig herangezogen wird). Denominatives Verb ἡδύνω versüßen, schmackhaft machen, würzen (ion. att.) mit ἥδυσμα, -μάτιον Würze (ion. att.), ἡδυσμός süßer Geschmack (LXX), ἡδυντός, -τικός, -τήρ gewürzt (auch auf das Salz bezogen).
Etymology : Altes Wort für süß, mit aind. svādú-, gall. Suadu-rīx, -genus identisch, idg. *suādú-s; dazu noch mit regelmäßiger Umbildung des u-Stammes lat. suāvis, germ., z. B. ahd. suozi, ags. swēte süß. Die auffallende Hochstufe des Positivs stammt wahrscheinlich aus dem Komparativ ἡδίων, aind. svā́dīyas- (wozu noch ἥδιστος = svā́diṣṭha-). Die Schwundstufe ist durch lit. súdyti würzen, salzen, aind. sūdáyati, Perf. pl. su-ṣūd-imá schmackhaft machen, gehörig einrichten vertreten. — Weitere Formen mit Lit. bei WP. 2, 516f., W.-Hofmann s. suāvis. S. auch ἥδομαι, ἁνδάνω.
Page 1,623
English (Woodhouse)
acceptable, charming, cheering, comfortable, delightful, joyful, merry, pleasant, pleased, pleasing, satisfied, welcome, causing comfort, charmed, extraining, making cheerful, making glad, making happy, to the taste
Lexicon Thucydideum
incundus, charming, pleasant, 2.40.3, 2.53.3, 5.105.4,
COMP. 7.14.4,
SUP. 3.104.5 (ex Hom. H. Ap. from Homer's Hymn to Apollo 169), 7.14.4, 7.68.1, [ubi where καὶ suspectum, cf. Popp. adn. suspicious, compare Poppo's note].
Translations
pleasing
Arabic: سَارّ; Bulgarian: приятен; Chinese Mandarin: 愉快; French: plaisant; Georgian: სასიამოვნო; German: angenehm; Ancient Greek: ἀρεστός; Hungarian: kellemes; Japanese: 楽しい; Latin: placens, placitus, venustus; Macedonian: пријатен, допадлив; Middle English: wynsom; Polish: przyjemny, miły; Portuguese: agradável; Romanian: agreabil, plăcut; Russian: приятный; Sanskrit: गूर्त; Scottish Gaelic: tlachdmhor; Spanish: grato; Turkish: hoş
pleasant
Arabic: سَارّ, لَطِيف, مُمْتِع; Armenian: հաճելի; Azerbaijani: xoş, fərəhli; Belarusian: прыемны; Bengali: আনন্দদায়ক, খোশ; Bulgarian: приятен; Catalan: agradable, plaent; Chinese Mandarin: 愉快; Czech: příjemný; Danish: behagelig, rar; Dutch: aangenaam, behaaglijk, plezierig, fijn; Esperanto: agrabla, plezura; Estonian: meeldiv; Finnish: miellyttävä, mukava, rattoisa, kiva; French: agréable, plaisant; Galician: pracenteiro; German: angenehm; Gothic: 𐍅𐍉𐌸𐌴𐌹𐍃, 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌽𐌴𐌼𐍃; Greek: ευχάριστος; Ancient Greek: ἡδύς; Hebrew: נָעִים; Hindi: सुखद; Hungarian: kellemes, rokonszenves; Irish: grianmhar, lách, aiteasach, aoibheallach; Italian: piacevole, gradito, gradevole; Japanese: 愉快な, 楽しい; Korean: 유쾌하다, 즐겁다, 기분 좋은; Latin: amoenus, bellus, benignus, blandus, dulcis, gratus, iucundus, suavis; Macedonian: пријатен; Maori: makue, pārekareka, purotu, rerehua, matareka, āhuareka; Minangkabau: lamak; Norman: pliaîsant; Old English: wynsum; Persian: دلپذیر; Polish: przyjemny; Portuguese: agradável; Romanian: plăcut, plăcută, savurabil, agreabil; Russian: приятный; Sardinian: galanu; Scottish Gaelic: tlachdmhor; Serbo-Croatian Cyrillic: при̏ја̄тан; Roman: prȉjātan; Slovak: príjemný; Slovene: prijeten; Spanish: agradable, placentero; Swabian: ognehm; Swedish: angenäm, trevlig, behaglig; Thai: สนุก; Turkish: sevimli, tatlı, hoş, güzel; Ukrainian: приє́мний; Vietnamese: dễ chịu; West Frisian: noflik