καθιέρωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, dedication, Aeschin.3.46, D.H. 6.1, J.AJ19.7.5, Ph.2.234, Plu.Publ.15, BMus.Inscr.481*.21 (pl.), etc.: Dor. καθιάρωσις Schwyzer 203.9 (Crete, from Teos, iii/ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1285] ἡ, die Weihung, Einweihung, Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
consécration, dédicace.
Étymologie: καθιερόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθιέρωσις -εως, ἡ [καθιερόω] inwijding, wijding.

Russian (Dvoretsky)

καθιέρωσις: εως ἡ культ. посвящение Aeschin., Plut.

Spanish

consagración

Greek Monolingual

καθιέρωσις, ἡ (Α)
βλ. καθιέρωση.

Greek Monotonic

καθιέρωσις: -εως, ἡ, αφιέρωση, προσφορά,σε Αισχίν., Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καθιέρωσις: -εως, ἡ, ἀφιέρωσις, Αἰσχίν. 60. 13, Πλουτ. Ποπλ. 15, κτλ.

Middle Liddell

καθιέρωσις, εως [from καθιερόω
a dedication, Aeschin., Plut.

Léxico de magia

consagración de una lámina κ. τῆς πλακός consagración de la lámina P IV 2186