καινεργάτης

Greek (Liddell-Scott)

καινεργάτης: -ου, ὁ, καινά, θαυμάσια ἐργαζόμενος, ὁ θεὸς Θ. Λάσκ. σ. 767, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

καινεργάτης, ὁ (Μ)
(για τον θεό) αυτός που κάνει καινά, θαυμαστά πράγματα («ὁ Θεὸς καινεργάτης», Θεόδ. Λάσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + ἐργάτης.