καινοτόμημα

English (LSJ)

-ατος, τό, innovation, new form, ἐγκλημάτων Procop.Arc.21 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1295] τό, Neuerung.

Greek (Liddell-Scott)

καινοτόμημα: τό, νεωτερισμός, Μεταγεν.

Greek Monolingual

καινοτόμημα, τὸ (Α) καινοτομώ
νεωτερισμός.