καινοτομώ
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Greek Monolingual
(AM καινοτομῶ, -έω) καινοτόμος
1. κάνω κάτι νέο
2. καθιερώνω νέα μέθοδο ή νέους τρόπους ενέργειας, νεωτερίζω («δέξαι τελετὴν καινήν, ἣν τῷ πατρὶ καινοτομοῦμεν», Αριστοφ.)
3. φέρω αλλαγές ή νεωτερισμούς στην πολιτεία
μσν.
ανανεώνω
αρχ.
1. σκάβω νέο μεταλλείο για να βρω καινούργια μεταλλεύματα
2. ανοίγω νέο δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -τομῶ (< τόμος < -τόμος < τέμνω), πρβλ. απλο-τομώ, μακρο-τομῶ. Η αρχική σημασία «ανοίγω νέα σήραγγα σε ορυχείο» εξελίχθηκε σε «νεωτερίζω, εφευρίσκω νέους τρόπους ενέργειας»].