καινόσπουδος

English (LSJ)

καινόσπουδον, fond of novelty, τὸ περὶ τὰς νοήσεις κ. Longin.5.1.

German (Pape)

[Seite 1295] neuerungssüchtig, τὸ κ., die Neuerungssucht, Longin. 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καινόσπουδος: -ον, σφόδρα ἀγαπῶν τὸν νεωτερισμόν, τὸ περὶ τὰς νοήσεις καιν. Λογγῖνος 5. 1.

Greek Monolingual

καινόσπουδος, -ον (Α)
αυτός που ασχολείται με νέα πράγματα, που επιδιώκει νεωτερισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -σπουδος (< σπουδή < σπεύδω), πρβλ. ά-σπουδος, κενό-σπουδος].