(I)καινῶ, -έω (Α) καινόςεπιζητώ νεωτερισμούς.(II)καινῶ, -όω (Α) καινός1. καθιστώ κάτι νέο, μεταβάλλω, αλλάζω2. τελώ τα εγκαίνια ενός οικοδομήματος, εγκαινιάζω3. ανακαινίζω, ανανεώνω.