καιροσκοπικός

Greek Monolingual

-ή, -ό καιροσκοπία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καιροσκοπία («καιροσκοπική πολιτική»).
επίρρ...
καιροσκοπικώς
με καιροσκοπικό τρόπο.