ἡ, v. κακκάβη.
κακάβη: ἡ, κάκαβος, ἡ, κακάβιον, τό, = κακκάβη, κάκκαβος, κτλ.
κακάβη, ἡ (Α)βλ. κακκάβι.
und ä., v.l. für κακκάβη.