κακάβη

English (LSJ)

ἡ, v. κακκάβη.

Greek (Liddell-Scott)

κακάβη: ἡ, κάκαβος, ἡ, κακάβιον, τό, = κακκάβη, κάκκαβος, κτλ.

Greek Monolingual

κακάβη, ἡ (Α)
βλ. κακκάβι.

German (Pape)

und ä., v.l. für κακκάβη.