κακάγγελος
English (LSJ)
κακάγγελον, bringing ill tidings, γλῶσσα A.Ag.636, cf. Plu.2.241b, Ant.Lib.15.4.
German (Pape)
[Seite 1297] Schlimmes meldend, Unglücksbote; εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ γλώσσῃ μιαίνειν Aesch. Ag. 622; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui annonce une mauvaise nouvelle.
Étymologie: κακός, ἄγγελος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακάγγελος -ον [κακός, ἄγγελος] slecht nieuws brengend.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκάγγελος: возвещающий дурное, сообщающий печальные вести (γλῶσσα Aesch.).
Greek Monolingual
ο, η (Α κακάγγελος, -ον)
αυτός που αναγγέλλει δυσάρεστες ειδήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + ἄγγελος.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκάγγελος: -ον, ἄγγελος κακῶν, κομιστὴς κακῶν ἀγγελιῶν, γλῶσσα Αἰσχύλ. Ἀγ. 636, πρβλ. Πλούτ. 2. 241Β, Ἀντ. Λιβερ. 15.
Middle Liddell
English (Woodhouse)
announcing evil tidings, bringing bad news, bringing bad tidings