ἦμαρ
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
English (LSJ)
Dor. and Arc. ἆμαρ, ἤματος, τό,
A = ἡμέρα, day, the prevailing form in Hom., νύκτες τε καὶ ἤματα Od.11.183; νύκτας τε καὶ ἦμαρ = by night and day, Il.5.490, Od.24.63 (where sg. ἦμαρ is used as pl., as in ποσσῆμαρ, ἐννῆμαρ, ἑξῆμαρ); ἆμαρ ἢ νύκτες Pi.P.4.256; ἦμαρ alone, by day, Hes.Op.176 (but τὸ ἦμαρ = on that day, JHS12.234 (Cilicia)); μέσον ἦμαρ = midday, Il.21.111, cf. Pi.P.9.113, etc.; δείελον ἦμαρ = evening, Od.17.606; ἤματι χειμερίῳ on a winter's day, Il.12.279, cf. 16.385.
2 used in Ep. with Adjs., of a state or condition, αἴσιμον, ὀλέθριον, μόρσιμον, νηλεὲς ἦμαρ, the day of destiny, of death, Il.8.72, 19.294, Od.10.175, Il.11.484; ἐλεύθερον, δούλιον, ἀναγκαῖον ἦμαρ, the day of freedom, of slavery, 6.455,463, 16.836; νόστιμον ἦμαρ = day of return Od.1.9, al.; ἦμαρ ὀρφανικόν = the day which makes one an orphan, the day of orphanhood Il.22.490.
II with Preps., ἐπ' ἤματι = day by day, daily, Od.12.105, 14.105 (αἰὲν ἐπ' ἤματι S.OC688); in a day, within a day's space, Il.10.48, 19.229, Od.2.284; ἐπ' ἄματι = at the close of day Theoc.24.139; ἐπ' ἄματι = by day, S.OT199; ἐπ' ἦμαρ = for a day, Id.Fr.255.3, E.Ph.401; ἐπ' ἆμαρ ἕκαστον, ἆμαρ ἐπ' ἆμαρ, Theoc.17.96, 11.69; ἦμαρ ἐπ' ἦμαρ ἀεί AP9.499; κατ' ἦμαρ = day by day, S.Ph.798, E.Hec.628; κατ' ἦμαρ αἰεί S.OC682 (lyr.); ἀεὶ κατ' ἦμαρ E.Tr.392; ἀεὶ τὸ κατ' ἦμαρ Id.El.145 (lyr.); τὸ κατ' ἆμαρ = the needs of the day, one's daily bread, S.Ph.1089,Fr.593(lyr.); but κατ' ἆμαρ also, this day, today, Id.OC1079,cf.Aj.753; τὸ μὲν παρ' ἆμαρ, τὸ δέ = on one day, and on the next.., Pi.P.11.63; παρ' ἦμαρ = on the morrow, S.OC1455(lyr.); παρ' ἦμαρ ἡμέρα = day after day, Id.Aj.475; ἰν ἄματα πάντα = in perpetuity, IG5(2).5 (Tegea); without ἰν, ib.262.22 (Mantinea).
German (Pape)
[Seite 1164] ατος, τό, p. = ἡμέρα, die vorherrschende Form bei Hom., sowohl der Tag im Gegensatz der Nacht, als der bürgerliche Tag, die Nacht einbegreifend; ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή Il. 6, 448; νύκτας τε καὶ ἤματα Od. 11, 181 u. oft; ἤματα πάντα, ἐπ' ἤματι, Tag für Tag, täglich, 12, 105. 14, 105; aber ἐπ' ἤματι δακρύσαντας Il. 19, 229 = einen Tag lang. Häufig dient es zu Umschreibungen, αἴσιμον ἦμαρ, Il. 8, 72. 21, 100. 22, 212 Od. 16, 280, der Schicksals-, Todestag, u. ä. μόρσιμον, Il. 13, 613 Od. 10, 175, wie μοιρίδιον ἆμαρ Pind. P. 5, 255; ἀναγκαῖον, der Tag des Zwanges, der Dienstbarkeit, Knechtschaft, Il. 16, 836, wie δούλιον 6, 463 Od. 14, 340. 17, 323; so auch δούλειον ἦμαρ, Eur. Hec. 56 Andr. 99; ἐλεύθερον, der freie Tag, die Freiheit, Il. 6, 455. 16, 831. 20, 193; κακὸν ἦμαρ, das Unglück, Il. 9, 255 u. öfter; eben so νηλεές, bes. vom Morde, 11, 484. 588. 15, 375 Od. 9, 17; ὀλέθριον, Il. 19, 294. 409; ὀρφανικόν, 22, 490, die Verwaisung; νόστιμον ἦμαρ, der Tag der Heimkehr, die Rückkehr, Od. 1, 9. 168; von den Jahreszeiten, ὀπωρινόν, χειμέριον ἦμαρ, Herbsttag, Wintertag, Il. 12, 279. 16, 385; Tragg., κατ' ἦμαρ καὶ κατ' εὐφρόνην Soph. El. 251; εἴ τι νὺξ ἀφῇ, τοῦτ' ἐπ' ἦμαρ ἔρχεται O. R. 199; λευκὸν κατ' ἦμαρ Aesch. Ag. 654; κρεοῦργον, μοιρόκραντον u. ä. s. unter diesen Wörtern; κατ' ἦμαρ αἰεί, täglich, Soph. O. C. 688; αἰὲν ἐπ' ἤματι 694; ἐπ' ἦμαρ eben so, O. C. 1455; κατ' ἦμαρ τὸ νῦν, heute, Ai. 740; τὸ κατ' ἦμαρ, die täglichen Bedürfnisse, Phil. 1078; sp. D., ἦμαρ ἐπ' ἦμαρ ἀεί, Tag für Tag, Ep. ad. 440 (IX, 499), wie Theocr. 11, 69; ἐπ' ἤματι, nach dem Tage, nach Ablauf des Tages, 23, 137. – Bei Aesch. Pers. 293 ist λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου der helle, glückliche Tag, das Glück, vgl. Ag. 874 κάλλιστον ἦμαρ εἰσιδεῖν ἐκ χείματος.
French (Bailly abrégé)
ἤματος (τό) :
poét.
1 jour : νύκτες τε καὶ ἤματα OD les nuits et les jours ; δείελον ἦμαρ OD le soir;
2 jour avec idée de durée : πᾶν ἦμαρ IL pendant tout le jour ; ἤματα πάντα IL tous les jours, toujours ; ἐπ' ἤματι, jour par jour, journellement ; en un jour ; pour un jour ; tout un jour ; κατ' ἦμαρ, chaque jour, ce jour-ci, aujourd'hui ; παρ' ἦμαρ, après un jour écoulé ; ἦμαρ ὀλέθριον IL, αἴσιμον IL ou μόρσιμον IL jour funeste, jour de la mort ; ἐλεύθερον IL, δούλιον IL le jour de la liberté, de la servitude, càd la liberté, la servitude, etc. ; νόστιμον OD le jour du retour ; λευκόν ESCHL jour de bonheur (propr. jour brillant);
3 jour, temps, saison : ἤματ' ὀπωρινῷ IL, ἤματι χειμερίῳ IL dans la saison d'automne, dans la saison d'hiver;
4 jour, temps en gén. : ἤματι τῷ ὅτε IL au temps où.
Étymologie: cf. ἡμέρα.
Russian (Dvoretsky)
ἦμαρ: ἤμᾰτος, дор. ἆμαρ, ἆματος τό
1 день: νύκτας τε καὶ ἦ. Hom. денно и нощно; νύκτες τε καὶ ἤματα Hom. ночи и дни; πᾶν ἦ. Hom. весь день; ἤματα πάντα Hom. ежедневно, всегда; τότ᾽ ἦ. (или κατ᾽ ἦ. Soph.) καὶ κατ᾽ εὐφρόνην Aesch. днем и ночью; δείελον ἦ. Hom. вечером; μέσον ἦ. Hom. в полдень; ἐπ᾽ ἤματι δακρύσαντες Hom. проплакав (один) день (над умершим); τοσσάδε μέρμερα ἐπ᾽ ἤματι μητίσασθαι Hom. столь трудные дела совершить за (один лишь) день; τρὶς ἐπ᾽ ἤματι Hom. трижды в день (ежедневно); (ἀεὶ) κατ᾽ ἦ. Soph. каждый день, всегда, постоянно; κατ᾽ ἦ. τοὐμφανὲς τὸ νῦν τόδε Soph. (еще) в этот, ныне сияющий, день, т. е. еще сегодня; τὸ κατ᾽ ἦ. Soph. ежедневное пропитание, хлеб насущный; παρ᾽ ἦ. Soph. по прошествии дня, когда один день сменится другим или через день; ἤματι τῷ, ὅτε ἐπὶ νηυσὶν ἔβαινον Ἀργεῖοι Hom. в тот день, когда взошли на корабли аргивяне;
2 пора, время: ἤματι ὀπωρινῷ Hom. в осеннюю пору; ἤματι χειμερίῳ Hom. в зимнее время.
Greek (Liddell-Scott)
ἦμαρ: Δωρ. ἆμαρ, τό, ποιητ. ἀντὶ ἡμέρα, ὁ ἐπικρατῶν τύπος παρ’ Ὁμ., μεταχειρίζεται ὅμως καὶ τὸν τύπον ἡμέρη· νύκτες τε καὶ ἤματα Ὀδ. Λ. 183· νύκτας τε καὶ ἦμαρ, νύκτα καὶ ἡμέραν, Ἰλ. Ε. 490· ἦμαρ μόνον = ἐν καιρῷ ἡμέρας, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 174· μέσον ἦμαρ, μεσημβρία, «μεσημέρι», Ἰλ. Φ. 111, Πίνδ. κλ.· δείελον ἦμ., δείλη, δειλινόν, Ὀδ. Ρ. 606. 2) ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. πρὸς περιγραφὴν καταστάσεως, αἴσιμον, ὀλέθριον, μόρσιμον, νηλεὲς ἦμαρ, ἡμέρα τῆς μοίρας, τοῦ θανάτου, Ἰλ. Θ. 72, Τ. 294, κτλ.· ἐλεύθερον, δούλιον, ἀναγκαῖον ἦμαρ, ἡ ἡμέρα τῆς ἐλευθερίας, τῆς δουλείας, Ζ. 455, 463, κτλ.· νόστιμον ἦμαρ, Ὀδ. Α. 9, κ. ἀλλ.· ἦμαρ ὀρφανικὸν Ἰλ. Χ. 490. 3) ἐπὶ τῶν ὡρῶν τοῦ ἔτους, ἤματ’ ὀπωρινῷ, ἤματι χειμερίῳ Π. 385. Μ. 279, ΙΙ. μετὰ προθέσ., ἐπ’ ἤματι, καθ’ ἡμέραν, Ὀδ. Μ. 105, Ξ. 105· (αἰὲν ἐπ’ ἤματι Σοφ. Ο. Κ. 688)· ὡσαύτως, ἐντὸς μιᾶς ἡμέρας, Ὀδ. Β. 284· διὰ μίαν ἡμέραν, Ἰλ. Κ. 48· δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας, Τ. 229· πρὸς τὸ τέλος τῆς ἡμέρας, Θεόκρ. 24. 137· - οὕτω βραδύτερον, ἐπ’ ἦμαρ, ἐν καιρῷ ἡμέρας, Σοφ. Ο. Τ. 199, Ἀποσπ. 239· ἐπὶ μίαν ἡμέραν, Εὐρ. Φοιν. 401· ἐπ’ ἆμαρ ἕκαστον, ἆμαρ ἐπ’ ἆμαρ Θεόκρ. 17. 96· ἦμαρ ἐπ’ ἦμαρ ἀεὶ Ἀνθ. Π. 9. 499· - κατ’ ἦμαρ, καθ’ ἡμέραν, Λατ. quotidie, Σοφ. Φ. 797, Εὐρ. Ἑκ. 627· κατ’ ἦμαρ ἀεὶ Σοφ. Ο. Κ. 688· ἀεὶ κατ’ ἦμαρ Εὐρ. Τρῳ. 392· ἀεὶ τὸ κατ’ ἦμαρ ὁ αὐτ. Ἠλ. 145· τὸ κατ’ ἦμαρ, τὸ διὰ τὴν ἡμέραν ἀναγκαῖον, ὁ ἐπιούσιος ἄρτος, Σοφ. Φ. 1079, Ἀποσπ. 520· ἀλλ’ ὡσαύτως, κατ’ ἦμαρ, κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν, σήμερον, Λατ. hodie, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1079, Αἴ. 753· παρ’ ἦμαρ, ἡμέραν παρ’ ἡμέραν, Λατ. alternis diebus, Πινδ. Π. 11. 95, Σοφ. Ο. Κ. 1455, Αἴ. 475.
English (Autenrieth)
ατος: day; divided by Homer into ἠώς, μέσον ἦμαρ, and δείλη, Il. 21.111, Od. 7.288; ἦμαρ χειμέριον, ὀπωρῖνόν, also αἴσιμον, μόρσιμον ἦμαρ, νηλέες ἦμαρ, νόστιμον ἦμαρ, δούλιον and ἐλεύθερον ἦμαρ, mostly poetic periphrases for the noun implied in the adj.; ἤματα πάντα, ἐπ' ἤματι (see ἐπί), πᾶν, πρόπαν ἦμαρ, freq. formula ἤματι τῷ ὅτε.
Greek Monolingual
ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α)
1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.)
2. (ως επίρρ.) ἦμαρ
κατά τη διάρκεια της ημέρας
3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» — μεσημέρι
β) «δείελον ἦμαρ» — δειλινό
γ) «ἐπ' ἤματι»
i) καθημερινά
ii) κατά το διάστημα της ημέρας
iii) κατά το τέλος της ημέρας
δ) «κατ' ἦμαρ»
i) καθημερινά
ii) σήμερα
ε) τὸ κατ' ἦμαρ» — οι καθημερινές ανάγκες, ο επιούσιος άρτος
στ) «παρ' ἦμαρ» — μέρα παρά μέρα
ζ) «ἤματι χειμερίῳ» — σε μια χειμωνιάτικη μέρα
η) «ἤματι ὀπωρινῷ» — σε μια φθινοπωρινή μέρα
θ) (για θάνατο) «νηλεὲς ἦμαρ» — μοιραία μέρα
ι) (για σκλάβους) «ἐλευθέριον ἡ δούλιον ἡ ἀναγκαῖον ἦμαρ» — η μέρα της απελευθέρωσης
ια) «νόστιμον ἦμαρ» — η μέρα της επανόδου στην πατρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός ιων. τ. του άμαρ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. āmōr (πρβλ. τέκμαρ: τέκμωρ) και αντιστοιχεί στο αρμ. awr «ημέρα». Η δασύτητα του αττ. παρεκτεταμένου τ. ημέρα οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το εσπέρα.
ΠΑΡ. ημάτιος.
ΣΥΝΘ. αυτήμαρ, εννήμαρ, εξήμαρ, πανήμαρ, προήμαρ (βλ. και λ. ημέρα)].
Greek Monotonic
ἦμαρ: -ατος, Δωρ. ἆμαρ, τό, ποιητ. αντί ἡμέρα,
I. 1. ημέρα, σε Όμηρ.· νύκτας τε καὶ ἦμαρ, νύκτα και ημέρα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἦμαρ, στο διάστημα της ημέρας, σε Ησίοδ.· μέσον ἦμαρ, μεσημέρι, σε Ομήρ. Ιλ.· δείελον ἦμαρ, απόγευμα, δειλινό, σε Ομήρ. Οδ.
2. στον Όμηρ., με επίρρ., λέγεται για να περιγράψει μια κατάσταση ή διάφορες συνθήκες· αἴσιμον, ὀλέθριον, μόρσιμον, νηλεὲς ἦμαρ, ημέρα της μοίρας, του θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐλεύθερον, δούλιον, ἀναγκαῖον ἦμαρ, η ημέρα της ελευθερίας, της δουλείας, στο ίδ.· νόστιμον ἦμαρ, κ.λπ.
3. χρησιμοποιείται για τις εποχές του έτους, ἤματ' ὀπωρινῷ, ἤματι χειμερίῳ, σε Ομήρ. Ιλ.
II. με πρόθ., ἐπ' ἤματι, μέρα με τη μέρα, καθημερινά, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, μέσα σε μία μέρα, για μία μέρα, σε Όμηρ.· ομοίως, ἐπ' ἦμαρ, στο χρονικό διάστημα της ημέρας, στη διάρκεια της ημέρας, σε Σοφ.· για μία μέρα, σε Ευρ.· κατ' ἦμαρ, μέρα με τη μέρα, καθημερινά, Λατ. quotidie, σε Σοφ.· κατ' ἦμαρ ἀεί, στον ίδ.· αλλά κατ' ἦμαρ, επίσης, κατ' αυτήν την ίδια την ημέρα, σήμερα, Λατ. hodie, στον ίδ.· παρ' ἦμαρ, μέρα παρά μέρα, σε Πίνδ., Σοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: day (Il.; s. below).
Other forms: Cypr. ἀματι-ἀματι day after day (as in Myc. wetei-wetei).
Dialectal forms: Myc. amor. amorama /amoramar/ day after day? Diwijamero perhaps /dwi(y)ameron/ period of two days', Lamberterie, BSL 94 (1999) 264. Dor. Arc. ἆμαρ, -ατος;
Compounds: As 2. member e. g. in ἐνν-, ἑξ-, αὑτ-, παν-, προ-ῆμαρ nine days long etc. (Hom.); on the type of comp. Leumann Hom. Wörter 100f. (against Wackernagel Glotta 2, 1ff.). As 1. member e. g. ἡμερό-κοιτος taking his layer by day, sleaping by day (Hes.); as 2. member e. g. in ἐφ-ήμερος (Pi., IA; -έριος Od.) living only a day, transient, dayly with ἐφημερίς, -ία, -εύω, -ευτήριον.
Derivatives: ἠμάτιος daily, at day (Hom., Hes.). - Lengthened form ἡμέρα, Ion. -ρη, Dor. etc. ἀμέρα, Locr. ἀμάρα id. (Il.); on the meaning v. Windekens Philol. Stud. 11-12, 25ff. On τήμερον, μεσημβρία s. v. Derivv. ἡμέριος (ἁμ-) living only one day, dayly (trag.), ἡμερινός belonging to the day (IA.; Chantraine Formation 201), ἡμερήσιος (-ίσιος?; s. Debrunner Glotta 13, 169) lasting one day, belonging to the day, dayly (IA.; Chantraine 42), ἡμεραῖος id. (pap.), ἡμερούσιος adv. dayly (pap. IVp; after ἐπιούσιος; Debrunner l. c.). Denomin. verb ἡμερεύω spend the day, also with prefix, δι-, παν- (IA.); from there ἡμέρευσις spending the day (Aq.).
Origin: IE [Indo-European] [35] *Heh₂mer day
Etymology: A cognate to ἦμαρ, which was Ionisized from Aeol. ἆμαρ and from Homer in Dorianising poetry, also taken over in ceremonial prosaic formulae (Arc. ἄματα πάντα), is Arm. awr day (IE *āmōr; cf. τέκμαρ : -μωρ); further not in any language group. Lengthened ἡμέρα (Locr. ἀμάρ-α), on which see Chantraine Formation 228, may have its spiritus from ἑσπέρα (Schwyzer 305, Wackernagel Unt. 45 A. 1). On ἦμαρ and ἡμέρη in Homer Debrunner Mus. Helv. 3, 40ff.; on ἦμαρ used as plural Leumann Hom. Wörter 100, who sees in it against Wackernagel, Benveniste a. o. as an innovation. S. μεσημβρία
Middle Liddell
poet. for ἡμέρα
I. day, Hom.; νύκτας τε καὶ ἦμαρ by night and day, Il.; ἦμαρ by day, Hes.; μέσον ἦμ. mid- day, Il.; δείελον ἦμ. evening, Od.
2. in Hom. with Adjs. to describe a state or condition, αἴσιμον, ὀλέθριον, μόρσιμον, νηλεὲς ἦμαρ the day of destiny, of death; ἐλεύθερον, δούλιον, ἀναγκαῖον ἦμαρ the day of freedom, of slavery; νόστιμον ἦμαρ, etc.
3. of the seasons, ἤματ' ὀπωρινῇ, ἤματι χειμερίῳ Il.
II. with Preps. ἐπ' ἤματι day by day, daily, Od.; also, in a day, for a day, Hom.: —so, ἐπ' ἦμαρ by day, Soph.; for a day, Eur.:— κατ' ἦμαρ day by day, Lat. quotidie, Soph.; κατ' ἦμαρ ἀεί Soph.; but κατ' ἦμαρ, also, this day, today, Lat. hodie, Soph.:— παρ' ἦμαρ every other day, Pind., Soph.
Frisk Etymology German
ἦμαρ: dor. ark. ἆμαρ, -ατος
{ē̃mar}
Grammar: n.
Meaning: Tag (ep. poet. seit Il.; vgl. unten).
Composita : Als Hinterglied z. B. in ἐνν-, ἑξ-, αὐτ-, παν-, προῆμαρ neun Tage lang usw. (Hom. u. a.); zum Komp. typus Leumann Hom. Wörter 100f. (gegen Wackernagel Glotta 2, 1ff.). Abl. ἠμάτιος täglich, bei Tage (Hom., Hes., AP). — Erweiterte Form ἡμέρα, ion. -ρη, dor. usw. ἀμέρα, lokr. ἀμάρα ib. (seit Il.); zur Bedeutung v. Windekens Philol. Stud. 11-12, 25ff. Als Vorderglied z. B. ἡμερόκοιτος ‘sein Lager am Tage ein. nehmend, bei Tage schlafend’ (Hes. u. a.); als Hinterglied z. B. in ἐφήμερος (Pi., ion. att.; -έριος poet. seit Od.) nur einen Tag lebend, vergänglich, täglich mit ἐφημερίς, -ία, -εύω, -ευτήριον. Zu τήμερον, μεσημβρία s. bes.
Derivative: Ableitungen: ἡμέριος (ἁμ-) nur einen Tag lebend, täglich (Trag. in lyr. usw.), ἡμερινός zum Tage gehörig (ion. att.; Chantraine Formation 201), ἡμερήσιος (-ίσιος?; s. Debrunner Glotta 13, 169) einen Tag dauernd, zum Tage gehörig, täglich (ion. att.; Chantraine 42), ἡμεραῖος ib. (Pap.), ἡμερούσιος Adv. täglich (Pap. IVp u. a.; nach ἐπιούσιος; Debrunner a. a. O.). Denominatives Verb ἡμερεύω den Tag zubringen, auch mit Präfix, δι-, παν- (ion. att.); davon ἡμέρευσις das Zubringen eines Tages (Aq.).
Etymology : Zu ἦμαρ, wohl ionisiert aus äol. ἆμαρ und aus Homer in dorisierende Dichtung, auch in feierliche prosaische Formeln (ark. ἄματα πάντα) eingedrungen, bietet arm. awr Tag (idg. *āmōr; vgl. τέκμαρ : -μωρ) ein bemerkenswertes Gegenstück; sonst ist dies Wort in keinem Sprachzweig vorhanden. Das erweiterte ἡμέρα (lokr. ἀμάρα), worüber Chantraine Formation 228, kann den Spiritus aus ἑσπέρα bezogen haben (Schwyzer 305, Wackernagel Unt. 45 A. 1). Über ἦμαρ und ἡμέρη bei Homer Debrunner Mus. Helv. 3, 40ff.; über das pluralisch gebrauchte ἦμαρ Leumann Hom. Wörter 100, der gegen Wackernagel, Benveniste u. a. darin eine Neuerung erblickt.
Page 1,634-635
Translations
day
Abkhaz: амш; Adyghe: мафэ; Afar: ayró; Afrikaans: dag; Aghwan: 𐕘𐔼; Ahom: 𑜈𑜃𑜫; Ainu: トホ; Akan: ɛda; Aklanon: adlaw; Albanian: ditë; Amharic: ቀን, መአልት; Andi: зубу; Arabic: يَوْم; Egyptian Arabic: يوم, ايام; Gulf Arabic: يوم; Hijazi: يوم; Moroccan Arabic: يوم; Aragonese: diya, día; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܝܵܘܡܵܐ; Classical Syriac: ܝܘܡܐ; Jewish Babylonian Aramaic: יוֹמָא; Archi: ихъ; Armenian: օր; Aromanian: dzuã, dzãuã, dzã; Assamese: দিন; Asturian: día; Atayal: bingqi'; Avar: къо; Avestan: 𐬭𐬀𐬊𐬗𐬀𐬵, 𐬀𐬌𐬌𐬀𐬭; Azerbaijani: gün, sutka; Bakhtiari: روز; Balinese: dina; Baluchi: روچ; Bashkir: тәүлек, көн; Basque: egun; Baure: roseskoner; Belarusian: суткі, дзень, доба, содні; Bengali: দিন; Bhojpuri: 𑂠𑂱𑂢; Bikol Central: aldaw; Breton: deiz, devezh; Budukh: йыгъ; Buginese: esso; Bulgarian: денонощие, ден; Burmese: နေ့; Buryat: үдэр; Catalan: dia, jorn; Cebuano: adlaw; Central Atlas Tamazight: ⴰⵙⵙ; Central Dusun: tadau; Central Melanau: lau; Chagatai: کون; Cham Eastern Western Chamicuro: senesyako; Chechen: де; Cherokee: ᎢᎦ; Chichewa: tsiku; Chinese Cantonese: 日; Dungan: тян, йитян; Hakka: 日; Mandarin: 天, 日; Min Dong: 日; Min Nan: 日, 工; Wu: 天, 日; Chuukese: ran; Chuvash: кун; Coptic: ⲉϩⲟⲟⲩ; Cornish: dydh; Cree: ᑮᓯᑳᐤ; Crimean Tatar: kün; Czech: den; Danish: døgn, dag; Daur: udure; Dhivehi: ދުވަސް; Dolgan: күн; Dongxiang: udu; Drung: ni; Dutch: dag, etmaal; Eastern Arrernte: arlte; Eastern Bontoc: ka-orkawan; Esperanto: tago; Estonian: ööpäev, päev; Even: инэӈ; Evenki: тыргани; Ewe: ŋkeke; Faroese: dagur, samdøgur; Fijian: siga; Finnish: päivä, vuorokausi; French: jour, journée; Old French: jor; Frisian North Frisian: dai, däi; Old Frisian: di, dei; West Frisian: dei; Friulian: dì, zornade; Galician: día; Georgian: დღე, დღე-ღამე, დღე და ღამე; German: Tag; Silesian: Tag; Gothic: 𐌳𐌰𐌲𐍃; Greek: ημέρα, μέρα, εικοσιτετράωρο, ημερονύχτιο; Ancient Greek: ἡμέρα, ἡμέρη, ἀμέρα, ἀμάρα, ἦμαρ, ἆμαρ; Greenlandic: ulloq; Gujarati: દિવસ; Hausa: rana; Hawaiian: lā, ao; Hebrew: יְמָמָה, יוֹם; Higaonon: anlaw; Hindi: दिन, वार, दिवस, रोज़, यौम, रोज, दिहाड़ा; Hungarian: nap; Hunsrik: Daagh, taach; Iban: hari; Icelandic: dagur; Ido: dio; Ilocano: aldaw; Indonesian: hari; Ingush: ди; Interlingua: die; Irish: lá; Isnag: alxaw; Istriot: dèi, zurnada; Italian: giorno; Japanese: 日, 一日; Javanese: ꦢꦶꦤ, ꦢꦶꦤ꧀ꦠꦼꦤ꧀; Jurchen: inengi; Kaingang: kurã; Kalmyk: өдр; Kambaata: bara; Kannada: ದಿನ; Kashmiri: دۄہ, دۆہ, روز; Kashubian: dzéń; Kazakh: күн, тәулік; Khmer: ថ្ងៃ, នៅពេលថ្ងៃ; Kipchak: کون; Korean: 일주야(一晝夜), 하루, 일; Kurdish Central Kurdish: ڕۆژ; Northern Kurdish: roj; Kven: janturi, vuorokausi; Kyrgyz: күн; Laboya: lado; Ladin: dì; Lak: кьини; Lakota: aŋpétu; Lao: ວັນ; Latgalian: dīna; Latin: dies, lux; Latvian: diena, diennakts; Laz: დღა; Lezgi: йугъ, югъ; Ligurian: giorno; Limburgish: daag; Lithuanian: para, diena; Livonian: pǟva; Lombard: dì; Low German: Dag; Lü: ᦞᧃ; Lubuagan Kalinga: egew; Luxembourgish: Dag; Maasai: enkolong'; Macedonian: ден; Magahi: 𑂠𑂱𑂢𑂰; Maguindanao: gay; Maithili: दिन; Makasar: allo; Malay: hari, yaum; Malayalam: ദിവസം; Malecite-Passamaquoddy: kisq inan; Maltese: nhar, jum; Manchu: ᡳᠨᡝᠩᡤᡳ; Mansaka: allaw; Maori: rā, rangi; Maranao: gawi'i; Marathi: दिवस; Maricopa: nyaa; Mbyá Guaraní: ára; Meänkieli: päivä; Middle English: day; Middle Persian: 𐭩𐭥𐭬; Mingrelian: დღა, ნდღა; Mirandese: die; Mòcheno: ta; Mon: တ္ၚဲ; Mongolian: өдөр; Mwani: suku; Nahuatl: tonalli; Nanai: ини; Navajo: jį́; Neapolitan: juorno; Nepali: दिन; Nivkh: муғф; Norman: jour, journée, journaïe; Northern Ohlone: tú̄hi; Northern Sami: beaivi; Northern Thai: ᩅᩢ᩠ᨶ; Norwegian: dag, døgn; O'odham: taṣ; Occitan: jorn, dia; Odia: ଦିନ; Old Church Slavonic: дьнь; Old East Slavic: дьнь; Old English: dæġ; Old French: jur; Old Galician-Portuguese: dia; Old Javanese: dina; Old Norse: dagr; Old Occitan: jorn; Old Saxon: dag; Ossetian: бон; Ottoman Turkish: روز, یوم, ایام, گون; Pali: dina; Papiamentu: día; Pashto: ورځ, روځ; Pennsylvania German: Daag; Persian: روز; Phoenician: 𐤉𐤌; Plautdietsch: Dach; Pohnpeian: rahn; Polabian: dan; Polish: dzień inan, doba; Portuguese: dia; Punjabi: ਦਿਨ; Quechua: p'unchaw, puncau, hunag; Rawang: ni; Rohingya: din; Romagnol: dè; Romanian: zi; Romansch: di; Russian: сутки, день; Rusyn: динь; Saho: max; Sanskrit: दिन, दिवस; Santali: ᱫᱤᱱ; Sardinian: dí; Scottish Gaelic: latha; Serbo-Croatian Cyrillic: дан; Roman: dan; Shan: ဝၼ်း; Sherpa: ཉི་མ; Sicilian: jornu, jonnu; Sidamo: barra; Sindhi: ڏيِنہُن; Sinhalese: දවස; Slovak: doba, deň; Slovene: dán; Somali: maalin; Sorbian Lower Sorbian: źeń; Upper Sorbian: dźeń; South Slavey: dzene; Southern Kalinga: arkaw, padcha; Spanish: día; Sranan Tongo: dei; Sumerian: 𒌓; Sundanese: dinten; Swahili: siku; Swedish: dygn, dag; Sylheti: ꠖꠤꠘ; Tabasaran: йигъ; Tagalog: araw; Tai Tai Nüa: ᥝᥢᥰ; Tajik: рӯз; Talysh: روز, روج; Tamil: நாள்; Tarantino: giorne, sciùrne; Tatar: көн; Tausug: adlaw; Telugu: రోజు; Ternate: wange; Thai: วัน; Tibetan: ཉི་མ, ཉིན, ཞག་པོ, ཞག, ཉིན་ཞག; Tigrinya: መዓልቲ; Tsakonian: αμέρα; Tumbuka: dazi; Turkish: gün; Turkmen: gün; Tuvan: хүн; Tzotzil: kʼakʼal; Udi: гьи; Ukrainian: день, доба; Urdu: دن; Uyghur: كۈن; Uzbek: kun; Venetian: dì; Veps: päiv; Vietnamese: ngày, hôm, bữa; Volapük: del; Võro: päiv; Walloon: djoû; Welsh: dydd, dwthwn, diwrnod; Western Bukidnon Manobo: andew; White Hmong: hnub; Winnebago: hąąp, hąąpra; Wolof: bés; Yagnobi: мет, рӯз; Yakan: bahangi; Yakut: күн, хонук; Yiddish: טאָג; Yoruba: o̩jó̩, ò̩sán; Yucatec Maya: k'iin; Zazaki: roc, roz; Zealandic: dag; Zhuang: ngoenz; Zulu: usuku, umuhla; Zuni: yadonne; ǃXóõ: ǁʻân