κακάλλι
Greek Monolingual
το
1. λειρί
2. η σαρκώδης απόφυση που έχουν στον λαιμό οι κότες και οι πετεινοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκάλι, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος < μσν. καρακάλλιον < λατ. caracalla «κουκούλα»].
το
1. λειρί
2. η σαρκώδης απόφυση που έχουν στον λαιμό οι κότες και οι πετεινοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκάλι, με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος < μσν. καρακάλλιον < λατ. caracalla «κουκούλα»].