καρακάλλιον
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1325] τό, eine Kappe.
Greek Monolingual
καρακάλλιον, τὸ (Α)
πάπ. υποκορ. του καράκαλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καράκαλλ-ον + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. καλάθιον, τραπέζιον].
[Seite 1325] τό, eine Kappe.
καρακάλλιον, τὸ (Α)
πάπ. υποκορ. του καράκαλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καράκαλλ-ον + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. καλάθιον, τραπέζιον].