κακάο

Greek Monolingual

το
1. βρώσιμη ουσία που εξάγεται από τα σπέρματα του κακαόδεντρου
2. το αφέψημα που λαμβάνεται με τον βρασμό της σκόνης του κακάου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. cacao < ναχουάτλ. cacahuatl «σπόροι του κακάου». Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Σταύρο Σταθόπουλο].