κακιστέος

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de κακίζω ; au neutre κακιστέον (ἐστί), on (ne) doit (pas) abandonner par lâcheté, acc..

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκιστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ κακίζειν, Κλήμ. Ἀλ. 343. ΙΙ. κακιστέον, δεῖ κακίζειν, μετὰ αἰτ., Εὐρ. Ι. Α. 105.

Middle Liddell

κᾰκιστέος, ον verb. adj. of κακίζω
one must bring reproach on, τινά Eur.