κακκρύπτω
English (LSJ)
Ep. for κατακρ-, Nic.Fr.78.
German (Pape)
[Seite 1299] poet. = κατακρύπτω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κακκρύπτω: Ἐπ. ἀντὶ τοῦ κατακρύπτω, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 469.
Greek Monolingual
κακκρύπτω (Α)
(επικ. τ.) βλ. κατακρύπτω.
Greek Monotonic
κακκρύπτω: Επικ. αντί κατακρ-.