κατακρύπτω
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
Ep. aor. part.
A κακκρύψας Nic.Fr.78.5: aor. 2 κατέκρῠβον Plu.Crass.23:—Pass., aor. 2 κατεκρύβην [ῠ] Id.2.310e, Alciphr.3.47:—hide, conceal, μή τι κατακρύψειν Il.22.120; τοὺς δ' ἄρ' Ἀθήνη νυκτὶ κατακρύψασα… ἐξῆγε Od.23.372; κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ 9.329; ὑπὸ κόλπῳ 15.469; σπέρμα -κρύπτων Hes.Op.471; ὑπὸ τὴν θύρην Hdt.1.12; ἐς κυψέλην Id.5.92.δ; εἰς τὴν γῆν X.Cyr.3.3.3; ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κ. Pi.N.1.31; ἐν ἀδήλῳ put away (euphemism) Pl.R. 460c: metaph., κόνις οὐ κ. Χάριν Pi.O.8.79; ἄστυ… πένθει δνοφερῷ κ. A.Pers.536 (anap.).
II abs., use concealment, conceal oneself or one's true nature, οὔ τι κατακρύπτουσιν, of the gods, Od.7.205; ἄλλῳ δ' αὐτὸν φωτὶ κατακρύπτων ἤϊσκε 4.247.
German (Pape)
[Seite 1357] p. κακκρύπτω, Hes. O. 469, Nic. bei Ath. II, 61 a, s. auch κατακρύφω, als v.l. κατακρύβω, Her. 5, 92, Plut. Crass. 23, verheimlichen, verbergen, verhüllen; καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκα κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ Od. 9, 329, öfter; auch intrans., sich verbergen, εἰ δ' ἄρα τις καὶ μοῦνος ἰὼν ξύμβληται ὁδίτης, οὔτι κατακρύπτουσιν 7, 205, vgl. ἄλλῳ δ' αὑτὸν φωτὶ κατακρύπτων ἤϊσκε δέκτῃ, sich verstellend gab er sich das Aussehen einer andern Person, eines Bettlers, 4, 247; ἐν μεγάρῳ πλοῦτον Pind. N. 1, 36, vgl. Ol. 8, 79; ἄστυ πένθει δνοφερῷ κατέκρυψας Aesch. Pers. 528; ὑπὸ θύρην Her. 1, 12; ἐς κυψέλην 5, 92, 4; τὰ δὲ τῶν χειρόνων ἐν ἀποῤῥήτῳ καὶ ἀδήλῳ κατακρύψουσιν Plat. Rep. V, 460 c; Folgde.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 déposer en cachant, acc.;
2 fig. voiler, obscurcir, acc.;
3 cacher, dissimuler : αὑτόν OD se déguiser (pour se faire prendre pour un autre);
II. intr. se cacher.
Étymologie: κατά, κρύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κρύπτω verbergen, opbergen, met acc.:; σπέρμα κατακρύπτων door het zaad te verbergen Hes. Op. 471; met plaatsbep.:; κ. ὑπὸ κόπρῳ onder de mesthoop verbergen Od. 9.329; κ. ὑπὸ τὴν θύρην achter de deur verbergen Hdt. 1.12.1; met dat.:; νυκτὶ κατακρύπτειν in duisternis verbergen Od. 23.372; overdr.: ἄστυ πένθει δνοφερῶι κατέκρυψας u hebt de stad in diepe rouw gehuld Aeschl. Pers. 536.
Russian (Dvoretsky)
κατακρύπτω: (part. praes. Hes. κακκρύπτων)
1 прятать, скрывать (τι ὑπὸ κόλπῳ Hom.; πλοῦτον ἐν μεγάρῳ Pind.; ὑπὸ τὴν θύρην, ἐς κυψέλην Her.); med.-pass. прятаться, скрываться (εἰς τὴν ἄμμον, ὑπὸ γῆν Arst.);
2 закапывать, зарывать (τι εἰς τὴν γῆν Xen.);
3 скрывать, окутывать (νυκτί τινα Hom.);
4 утаивать (μή τι κατακρύψειν, sc. τῶν κτημάτων Hom.);
5 окутывать, охватывать, погружать (ἄστυ πένθει δνοφερῷ Aesch.);
6 скрываться, прятаться, таиться (οὔ τι κατακρύπτουσιν, sc. οἱ θεοί Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
κατακρύπτω: ποιητ. μετοχ. κακκρύπτων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 469· Παθ. ἀόρ. κατεκρύβην (ἴδε κρύπτω). Κρύπτω ἐντελῶς, κατακαλύπτω, σκεπάζω τι ὥστε νὰ μὴ φαίνηται, μή τι κατακρύψειν Ἰλ. Χ. 120· τοὺς δ’ Ἀθήνη νυκτὶ κατακρύψασα… ἐξῆγε Ὀδ. Ψ. 372· κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ Ι. 329· ὑπὸ κόλπῳ Ο. 469· ὑπὸ τὴν θύρην Ἡρόδ. 1. 12· ἐς κυψέλην ὁ αὐτ. 5. 92, 4· εἰς τὴν γῆν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 3· ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κ. Πινδ. Ν. 1. 45· ἐν ἀπορρήτῳ καὶ ἀδήλῳ Πλάτ. Πολ. 460C· μεταφορ., κόνις οὐ κατ. χάριν, «καὶ τῶν τεθνεώτων ἐφικνεῖται» (Σχολ.), Πινδ. Ο. 9. 104· ἄστυ… πένθει δνοφερῷ κρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 536· ἄλλῳ δ’ αὐτὸν φωτὶ κατακρύπτων ἤϊσκεν Ὀδ. Δ. 247. ΙΙ. ἀπολ., ἀποκρύπτω, κρύπτω ἐμαυτὸν ἢ τὴν ἀληθῆ μου φύσιν, οὔτι κατακρύπτουσιν, ἐπὶ τῶν θεῶν, δηλ. ἑαυτούς, Ὀδ. Η. 205.
English (Autenrieth)
fut. inf. -ύψειν, aor. part. κατακρύψᾶς: hide, conceal; αὐτόν, ‘himself,’ Od. 4.427; ‘make no concealment,’ Od. 7.205.
English (Slater)
κατακρύπτω bury κατᾰκρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν (O. 8.79) οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν (N. 1.31)
Greek Monolingual
(AM κατακρύπτω Α και κατακρύφω)
κρύβω κάτι τελείως, κατακαλύπτω («τους... Ἁθήνη νυκτὶ κατακρύψασα... ἐξῆγε», Ομ. Οδ.)
μσν.-αρχ.
1. περιβάλλω, καλύπτω («κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνάν χάριν», Πίνδ.)
2. κρύβομαι
3. (για τους θεούς) κρύβω την πραγματική μου μορφή, μεταμορφώνομαι.
Greek Monotonic
κατακρύπτω: ποιητ. μτχ. κακκρύπτων, μέλ. -ψω,
I. κρύβω, σκεπάζω εντελώς, αποκρύπτω, συγκαλύπτω, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. απόλ., χρησιμοποιώ προκάλυψη, κρύβομαι, αποκρύπτομαι, λέγεται για τους θεούς, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
poet. part. κακκρύπτων fut. ψω
I. to cover over, hide away, conceal, Hom., etc.
II. absol. to use concealment, to conceal oneself, of the gods, Od.