κακοβουλία

English (LSJ)

ἡ, ill-advisedness, J.BJ2.11.3, D.L.7.93, Quint.Ps.138(139).20, prob. in POxy.1101.7 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 1299] ἡ, das Wesen des κακόβουλος, das Schlechtberatensein, schlechter Rat; Ios.; D. L. 7, 93.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοβουλία:дурное наставление, плохой совет Plut., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοβουλία: ἡ, τὸ κακῶς βουλεύεσθαι, Διογ. Λ. 7. 93, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 11. 3.

Greek Monolingual

η (AM κακοβουλία) κακόβουλος
το να είναι κανείς κακόβουλος, εμπάθεια, μοχθηρία.