εμπάθεια

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104

Greek Monolingual

η (Α ἐμπάθεια)
νεοελλ.
μοχθηρό πάθος, κακεντρέχεια
αρχ.
ισχυρό πάθος.