κακογεννώ

Greek Monolingual

-άω
(για γυναίκες και θηλυκά ζώα)
γεννώ δύσκολα, κάνω δύσκολη γέννα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- (< επίρρ. κακά) + γεννώ].