κακοδιδάσκαλος
Greek (Liddell-Scott)
κακοδιδάσκαλος: ὁ, διδάσκαλος τοῦ κακοῦ, Ψευδο-Κλήμ. Ρ. 1457D.
Greek Monolingual
κακοδιδάσκαλος, ὁ (Α)
ο διδάσκαλος του κακού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + διδάσκαλος.
κακοδιδάσκαλος: ὁ, διδάσκαλος τοῦ κακοῦ, Ψευδο-Κλήμ. Ρ. 1457D.
κακοδιδάσκαλος, ὁ (Α)
ο διδάσκαλος του κακού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + διδάσκαλος.