κακοηθίη

English (LSJ)

ἡ, v. κακοήθεια.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοηθίη: ἡ ион. = κακοήθεια.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοηθίη: ἴδε κακοήθεια.

Greek Monolingual

κακοηθίη, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. κακοήθεια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοηθίη -ης, ἡ Ion. voor κακοήθεια.