κακοήθεια

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοήθεια Medium diacritics: κακοήθεια Low diacritics: κακοήθεια Capitals: ΚΑΚΟΗΘΕΙΑ
Transliteration A: kakoḗtheia Transliteration B: kakoētheia Transliteration C: kakoitheia Beta Code: kakoh/qeia

English (LSJ)

Ion. κακοηθίη, ἡ,
A bad disposition, malignity, Pl.R. 348d, 401a, Hyp.Eux.32 (κακοηθία), Ep.Rom.1.29; κ. τὸ ἐπὶ τὸ Χεῖρον ὑπολαμβάνειν ἅπαντα Arist.Rh.1389b20: pl., κ. ὑπὲρ τοῦ πράγματος λεγόμεναι Aeschin. 1.166, cf. Isoc.15.284, D.C.Fr.96.2.
II bad manners or bad habits, X.Cyn.13.16.
III Medic., malignant character, τῆς νόσου Epicur.Fr.471: in plural, κακοήθειαι = malignant diseases or malignant growths, Dsc.3.92 (v.l. for τὰ κακοήθη).

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, böse Sitten od. Gewohnheiten, Xen. Cyn. 13, 16; – schlechter Charakter, Arglist, nach Ammon. κακία κεκρυμμένη; Plat. Rep. I, 348 d III, 401 a u. Folgde; bei Arist. rhet. 2, 13 wird κακοήθεια erkl. τὸ ἐπὶ τὸ χεῖρον ὑπολαμβάνειν ἅπαντα.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvais caractère, méchanceté;
NT: malice ; mauvaise conduite.
Étymologie: κακοήθης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοήθεια -ας, ἡ, Ion. κακοηθίη κακοήθης kwaadaardigheid:. τὴν ἀδικίαν ἄρα κακοήθειαν καλεῖς; noem jij onrechtvaardigheid dus kwaadaardigheid? Plat. Resp. 348d; ἔστι γὰρ κακοήθεια τὸ ἐπὶ τὸ χεῖρον ὑπολαμβάνειν πάντα kwaadaardigheid is achter alles iets slechts te zoeken Aristot. Rh. 1389b20.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοήθεια: ион. κᾰκοηθίη
1 дурные привычки, некрасивый образ действий (κακοηθείας καταφρονεῖν Xen.);
2 дурной характер, злой нрав, злость Plat., Arst., Plut., NT.

English (Strong)

from a compound of κακός and ἦθος; bad character, i.e. (specially) mischievousness: malignity.

English (Thayer)

(κακοηθια WH; see Iota), κακοηθείας, ἡ (from κακοήθης, and this from κακός and ἦθος), bad character, depravity of heart and life, Xenophon, Plato, Isocrates, others; malignant subtlety, malicious craftiness: 8:12 f, p]; Clement of Rome, 1 Corinthians 35,5 [ET]; Josephus, Antiquities 1,1, 4; 16,3, 1; (contra Apion 1,24, 4); Polybius 5,50, 5, etc.). On the other hand, Aristotle, rhet. 2,13 (3, p. 81) defines it τό ἐπί τό χεῖρον ὑπολαμβάνειν πάντα (taking all things in the evil part, Genevan N.T. Cf. Trench, § xi.).

Greek Monolingual

η (Α κακοήθεια, ιων. τ. κακοηθίη) κακοήθης
1. η ιδιότητα του κακοήθους, του μοχθηρού, η φαυλότητα, η αισχρότητα («μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου, κακοηθείας» ΚΔ)
2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) το δυσίατο ή ανίατο («κακοήθεια τῆς νόσου», Επίκ.)
νεοελλ.
άσχημη, κακή, κακόβουλη πράξη («έκανε στη ζωή του πολλές κακοήθειες»)
αρχ.
1. κακοί τρόποι, κακά ήθη, κακές συνήθειες
2. στον πληθ. αἱ κακοήθειαι
όγκοι ή κακές ασθένειες.

Greek Monotonic

κᾰκοήθεια: Ιων. -ίη, ἡ,
I. φαυλότητα χαρακτήρα, αχρειότητα, κακή ποιότητα ήθους, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. κακοί τρόποι ή κακές συνήθειες, φαύλες έξεις, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοήθεια: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ὁ χαρακτὴρ τοῦ κακοήθους, ἀχρειότης, Λατ. malitia, Πλάτ. Πολ. 348D. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 303 (= 284 Baiter), Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 42· ἔστι γὰρ κακοήθεια τὸ ἐπὶ τὸ χεῖρον ὑπολαμβάνειν ἅπαντα Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 3· τῆς γνώμης κακοηθίη Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 133. 66. - Κατὰ τὸν Ἀμμώνιον (σ. 80): κακοήθεια μέν ἐστι κακία κεκρυμμένη, κακοτροπία δὲ ποικίλη καὶ παντοδαπὴ πανουργία»· - πληθ., κακ. ὑπὲρ τοῦ πράγματος λεγόμεναι Αἰσχίν. 23. 43· - ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 2. ΙΙ. κακοὶ τρόποι, κακὰ ἤθη, Ξεν. Κυν. 13, 16. ΙΙΙ. κακὴ ἕξιςκατάστασις (τοῦ σώματος), καχεξία, Διοσκ. 3. 96.

Middle Liddell

I. badness of disposition, malignity, Plat., etc.
II. bad manners or habits, Xen. [from κακοηθής]

Chinese

原文音譯:kako»qeia 卡可-誒帖阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:邪惡-習常
字義溯源:壞品性,惡性,惡意,毒恨;由(κακός)*=卑劣的)與(ἦθος)=習常)組成;其中 (ἦθος)出自(ἔθος)=習慣),而 (ἔθος)出自(ἔθω / εἴωθα)*=通常)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 毒恨(1) 羅1:29

English (Woodhouse)

ill-will

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)