κακοθρεμμένος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει τραφεί καλά, ισχνός, αδύνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + θρεμμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του τρέφω].