κακοκαρδίζω
Greek Monolingual
(Μ κακοκαρδίζω) κακόκαρδος
1. (μτβ.) κάνω κάποιον να λυπηθεί, στενοχωρώ
2. (αμτβ.) χάνω το κέφι μου, λυπάμαι, στενοχωριέμαι, δυσαρεστούμαι.
(Μ κακοκαρδίζω) κακόκαρδος
1. (μτβ.) κάνω κάποιον να λυπηθεί, στενοχωρώ
2. (αμτβ.) χάνω το κέφι μου, λυπάμαι, στενοχωριέμαι, δυσαρεστούμαι.