κακόκαρδος
From LSJ
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ κακόκαρδος, -η, -ον)
στενοχωρημένος, δύσθυμος, λυπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -καρδος (< καρδία), πρβλ. γενναιόκαρδος, μικρόκαρδος].