κακόκαρδος
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ κακόκαρδος, -η, -ον)
στενοχωρημένος, δύσθυμος, λυπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -καρδος (< καρδία), πρβλ. γενναιόκαρδος, μικρόκαρδος].