κακοξενία

English (LSJ)

ἡ, inhospitality, Charond. ap. Stob.4.2.24, Plu.Cat.Mi.12.

German (Pape)

[Seite 1301] ἡ, Unfreundlichkeit gegen Fremde, Ungastlichkeit; Charond. Stob. fl. 44, 40; Plut. Cat. min. 12 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
caractère inhospitalier, inhospitalité.
Étymologie: κακόξενος.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοξενία:негостеприимство, неприветливость Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κακοξενία: ἡ, ἀφιλοξενία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φιλοξενία, Χαρώνδ. Καταν. παρὰ Στοβ. 289. 40, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 12.

Greek Monolingual

κακοξενία, ἡ (Α) κακόξενος
αφιλοξενία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοξενία -ας, ἡ [κακόξενος] ongastvrijheid.

Translations

inhospitality

German: Ungastlichkeit, Unwirtlichkeit; Greek: αξενία, αφιλοξενία; Ancient Greek: ἀμειξία, ἀμειξίη, ἀμιξία, ἀμιξίη, ἀξενία, ἀφιλοξενία, ἀφιλοξενίη, κακοξενία, τὸ ἄμικτον; Irish: doicheall, ainfhéile; Italian: inospitalità; Manx: neuoastys, neufeoiltys, neughiastyllys, neughoaldeeaght, pitteogys; Old English: uncumlīþnes, unġiestlīþnes; Spanish: inhospitalidad