κακοποιία

Greek Monolingual

κακοποιΐα, ἡ (Α) κακοποιός
1. κακή πράξη, κακοποίηση, το να κάνει κανείς το κακό
2. πληθ. αἱ κακοποιίαι
βλάβες, αδικίες, ύβρεις («τοσαύτας τὸ πλῆθος κακοποιΐας», Ισοκρ.).

Middle Liddell

κᾰκοποιΐα, ἡ,
evil-doing, injury, Isocr. [from κᾰκοποιός]