κακοποιΐα, ἡ (Α) κακοποιός1. κακή πράξη, κακοποίηση, το να κάνει κανείς το κακό2. πληθ. αἱ κακοποιίαιβλάβες, αδικίες, ύβρεις («τοσαύτας τὸ πλῆθος κακοποιΐας», Ισοκρ.).
κᾰκοποιΐα, ἡ,evil-doing, injury, Isocr. [from κᾰκοποιός]