κακόανδρος

English (LSJ)

κακόανδρον, = ἄνανδρος, Sch.E.Med. 436.

Greek Monolingual

κακόανδρος, -ον (Α)
άνανδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. δείλανδρος, φίλανδρος].