κακόαυλον, = ἄναυλος, Sch.E.Ph.790.
κακόαυλος, -ον (Α)άναυλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -αυλος (< αὐλός), πρβλ. μόναυλος, φίλαυλος].