κακόθροος

English (LSJ)

κακόθροον, contr. κακόθρους, κακόθρουν, evil-speaking, slanderous, S.Aj.138 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1300] zsgzgn κακόθρους λόγος, bös redend, schmähend, Soph. Ai. 138.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
médisant.
Étymologie: κακός, θρέω.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόθροος: стяж. κακόθρους 2 злоречивый, злобный (λόγος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόθροος: -ον, συνῃρ. -θρους, ουν, ὁ κακῶς θροῶν, ὀνειδιστικός, ὑβριστικός, λόγος... κακόθρους Σοφ. Αἴ. 138.

Greek Monotonic

κᾰκόθροος: -ον, συνηρ. -θρους, -ουν, κακολόγος, υβριστικός, σε Σοφ.