θρέω

From LSJ

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source

German (Pape)

[Seite 1217] nur im praes. u. impf. med., ertönen lassen; θρεῦμαι φοβερὰ μεγάλ' ἄχη Aesch. Spt. 78, μινυρά Ag. 1137, πάθεα μέλεα Suppl. 104, wie Eur. Hipp. 364, vgl. Med. 50. S. θ ρόος, θροέω.

French (Bailly abrégé)

c. θρέομαι · σὺν θορύβῳ βοῶ ἢ λαλῶ EUST, sch. à ESCHL.
Étymologie: θρόος.

Greek Monotonic

θρέω: βλ. θρέομαι.

Middle Liddell

= θρέομαι