καλίδιον

English (LSJ)

[ῑδ], τό, Dim. of καλιά, Eup.42, prob. in Com.Adesp. 1335:—also καλίδια· ἔντερα (Cypr.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1308] τό, dim. von καλιά, Eupol. bei Poll. 10, 161.

Greek (Liddell-Scott)

καλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ καλῑά, Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 5 (Πολυδ. I΄, 161). - Καθ’ Ἡσύχ. «καλίδια· ἔντερα. Κύπριοι».