το (Μ καλαμίδι και καλαμίδιν)1. αλιευτικό εργαλείο από καλάμι2. ράβδος από καλάμι που χρησιμοποιείται για τη διασταύρωση τών νημάτων κατά την ύφανση.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι(ν) + κατάλ. -ίδι].