καλαμίδι

Greek Monolingual

το (Μ καλαμίδι και καλαμίδιν)
1. αλιευτικό εργαλείο από καλάμι
2. ράβδος από καλάμι που χρησιμοποιείται για τη διασταύρωση τών νημάτων κατά την ύφανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι(ν) + κατάλ. -ίδι].