Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καλαμίτιδα
Greek Monolingual
ἡ (Α καλαμῖτις) νεοελλ. 1.ναυτ.ονομασία αρχικής ατελούς ναυτικής πυξίδας 2.χημ.ονομασία του μαγνητικού οξειδίου του σιδήρου αρχ. είδος ακρίδας, η καλαμαία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. προέρχεται από το ουσ. καλάμη].