καλαμαύλης

English (LSJ)

καλαμαύλου, ὁ, one who plays on a reed-pipe, Ath.4.176d.

German (Pape)

[Seite 1306] ὁ, Rohrflötenbläser, Ath. IV, 176 d.

Greek Monolingual

καλαμαύλης, ὁ (Α)
αυτός που έπαιζε τον καλάμινο αυλό, τον κάλαμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -αύλης (< αὐλῶ < αὐλός), πρβλ. ιεραύλης, χοραύλης].