καλαμοθήκη
English (LSJ)
ἡ, reed-case, Glossaria.
Greek Monolingual
καλαμοθήκη, ἡ (Α)
η θήκη τών καλάμων που χρησιμοποιούνταν για γραφή, καλαμάρι, μελανοδοχείο.
ἡ, reed-case, Glossaria.
καλαμοθήκη, ἡ (Α)
η θήκη τών καλάμων που χρησιμοποιούνταν για γραφή, καλαμάρι, μελανοδοχείο.