μελανοδοχείο

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

το (ΑM μελανοδοχεῖον)
μικρό δοχείο που περιέχει μελάνη γραφής, κν. καλαμάρι, και ολόκληρο το σκεύος στο οποίο περιλαμβάνεται και το μελανοδοχείο, κν. καλαμαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνι + δοχείο (πρβλ. σταχτοδοχείο)].