καλλίτριχον

English (LSJ)

τό, = ἀδίαντον, Ps.-Dsc.4.134, Ael.NA1.35, Archig.(?)ap.Gal.14.321.

German (Pape)

[Seite 1311] τό, eine Pflanze, = καλλίφυλλον, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίτρῐχον: τό, = καλλίφυλλον, Διοσκ. 4. 136, Αἰλ. π. Ζ. 1. 35.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
capillaire, plante.
Étymologie: καλλίθριξ.