καλλίθριξ
English (LSJ)
τρῐχος, ὁ, ἡ,
A with beautiful manes, καλλίτριχας ἵππους Il.5.323, Od.3.475, etc.; of sheep, with fine wool, καλλίτριχα μῆλα νομεύων 9.336, cf. 469: in late Prose, with beautiful hair, Herm. ap. Stob.1.49.45.
II Subst., καλλίθριξ, waterwort, Asplenium trichomanes, Plin.HN25.132.
German (Pape)
[Seite 1309] τριχος, schönhaarig, schönmähnig, von Pferden, Il. 5, 323 Od. 3, 475 u. öfter; καλλίτριχα μῆλα 9, 336, was auch von καλλίτριχος herkommen kann, s. Lob. Paralipp. 285.
French (Bailly abrégé)
ίτριχος (ὁ, ἡ)
1 à la belle crinière;
2 à la belle toison.
Étymologie: καλός, θρίξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλίθριξ -τριχος [καλός, θρίξ] met mooie manen (van paarden); met mooie vacht (van schapen).
Russian (Dvoretsky)
καλλίθριξ: τρῐχος adj.
1 прекрасноволосый, с красивой гривой (ἵπποι Hom.);
2 с прекрасной шерстью, тонкорунный (μῆλα Hom.).
English (Autenrieth)
καλλίτριχος: of horses, with beautiful manes; sheep, fairfleeced.
Greek Monolingual
καλλίθριξ, -τριχος (Α)
1. αυτός που έχει ωραία μαλλιά, ωραίο τρίχωμα («καλλίτριχα μῆλα», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που έχει ωραία χαίτη («καλλίτριχας ἵππους», Ομ. Ιλ.)
3. ως ουσ. το ποώδες φυτό ασπλήνιο το τριχομανές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -θριξ (< θριξ «τρίχα»), πρβλ. απαλό-θριξ, πυκνό- θριξ].
Greek Monotonic
καλλίθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει όμορφη χαίτη, λέγεται για άλογα, σε Όμηρ.· λέγεται για πρόβατα, αυτό που έχει όμορφο μαλλί, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὰς τρίχας ἢ ὡραίαν χαίτην, καλλίτριχας ἵππους Ἰλ. Ε. 323, Ὀδ. Γ. 475, κτλ.· ἐπὶ προβάτων, ἔχων ὡραῖον ἔριον, καλλίτριχα μῆλα νομεύων Ὀδ. Ι. 336, πρβλ. 469.
Middle Liddell
καλλί-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,
with beautiful manes, of horses, Hom.; of sheep, with fine wool, Od.