καλλίχροος

English (LSJ)

καλλίχροον, beautiful-coloured, νάρκισσος prob. l. in Cypr. Fr.4.6.

German (Pape)

[Seite 1311] schönfarbig, Sp., Conj. für καλλίῤῥοος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίχροος: -ον, ἔχων καλόν, ζωηρὸν χρῶμα, ἄνθεσι ναρκίσσου καλλιχρόου (δι. γραφ. καλλιρρόου, ἀλλ’ ὁ Μeineke ἐξέδωκεν: ἄνθεσι ναρκίσου καὶ λειρίου) Κύπρια ἔπη παρ’ Ἀθην. 682F.