καλλιέπεια

English (LSJ)

ἡ, beautiful language, Herm.in Phdr.p.68A., Hsch.

German (Pape)

[Seite 1309] ἡ, das Schönreden, Eust.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
beau langage.
Étymologie: καλλιεπής.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιέπεια: ἡ, καλλιλογία, Ἀθαν. ΙΙ. 952C, Γρηγ. Νύσ. τ. 2. σ. 384D, Εὐστ. Πονημάτ. 318, 80. - Καθ’ Ἡσύχ. «καλλιέπεια· καλλιλεξία».

Greek Monolingual

η (AM καλλιέπεια) καλλιεπής
το να μιλά ή να γράφει κανείς με σαφήνεια και γλαφυρότητα, το επιμελημένο ύφος του λόγου.