καλντερίμι

Greek Monolingual

και καλντιρίμι, το
λιθόστρωτος δρόμος που έχει ακανόνιστες πέτρες και ανώμαλη επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaldirim, πιθ. αντιδάνειο (< καλή ρύμη)].