καλογεννώ

Greek Monolingual

-άω
1. γεννώ εύκολα
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) καλογεννημένος, -η, -ο
α) ο γεννημένος με αίσιους οιωνούς
β) αυτός που κατάγεται από καλή οικογένεια.