καλοκαιρινός

English (LSJ)

ὁ, name of an ἐγχυματισμός, Hippiatr.129.8.

German (Pape)

[Seite 1313] ή, όν, in schöner Zeit, sommerlich, Sp.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ καλοκαιρινός, -ή, -όν) καλοκαίρι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλοκαίρι ή γίνεται κατά το καλοκαίρι, θερινός, καλοκαιριάτικος (α. «καλοκαιρινά ρούχα» β. «καλοκαιρινό ταξίδι».
2. φρ. «το κάναμε καλοκαιρινό» — φέραμε πλήρη αναστάτωση, τά κάναμε όλα άνω κάτω.