αναστάτωση
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν -> I searched out myself
Heraclitus, fr. 101BGreek Monolingual
η (Α ἀναστάτωσις)
η πράξη και το αποτέλεσμα του αναστατώνω, αναταραχή, αναστάτωμα
αρχ.
ερήμωση, καταστροφή.
η (Α ἀναστάτωσις)
η πράξη και το αποτέλεσμα του αναστατώνω, αναταραχή, αναστάτωμα
αρχ.
ερήμωση, καταστροφή.