καλοσυνεύω
Greek Monolingual
(Μ καλοσυνεύω και καλοσυνεύγω) καλοσύνη
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοσυνεμένος, -η, -ο(ν)
πρόσχαρος, ευχάριστος
(νεοελλ.-μσν.)
1. καθησυχάζω, κάνω κάποιον να γαληνέψει
2. (απρόσ. για τον καιρό) καλοσυνεύει
γίνεται αιθρία, βελτιώνεται ο καιρός.