καλοσύνη
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
Greek Monolingual
και καλωσύνη η (Μ καλοσύνη και καλωσύνη)
1. αγαθότητα, πραότητα, χρηστότητα
2. καλή πράξη, ευεργεσία («μού έχει κάνει πολλές καλοσύνες»)
3. καλό, κέρδος, ωφέλεια, όφελος
4. καλός καιρός, γαλήνη, ευδία («σήμερα έχουμε καλοσύνη»)
νεοελλ.
1. αγάπη, έλεος, ευσπλαχνία
2. εξυπηρέτηση, καλό
3. ανακωχή, φιλία, ομόνοια, καλές σχέσεις
4. καλά λόγια, φιλοφροσύνες
5. καλή ποιότητα
6. φρ. «έχετε την καλοσύνη» — σάς παρακαλώ..., μπορείτε να...
7. παροιμ. «ας λείψει η καλοσύνη του, μπροστά στα βάσανά του» — δεν πρέπει να επιδιώκει κάποιος αυτά που επιφέρουν βάσανα, κι ας είναι και ωφέλιμα
μσν.
1. καλυτέρευση, συμμόρφωση
2. ευτυχία
3. ευημερία
4. καλή ποιότητα («σιτάριν τοιαύτης καλοσύνης», Ασσίζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλός + -σύνη (πρβλ. κακοσύνη, μεγαλο-σύνη). Ο τ. καλωσύνη ερμηνεύεται αναλογικά προς άλλα θηλ. σε -ωσύνη (πρβλ. ιερωσύνη), τών οποίων το -ω- οφείλεται στον νόμο της ρυθμικής εκτάσεως].