καλυβοποιέομαι

English (LSJ)

Med., make oneself a cabin, Str.4.5.2.

German (Pape)

[Seite 1314] sich eine Hütte machen, Strab. IV, 200.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλῠβοποιέομαι: Μέσ., κατασκευάζω δι’ ἐμαυτὸν καλύβην, περιφράξαντες γὰρ δένδρεσι καταβεβλημένοις εὐρυχωρῇ κύκλον καὶ αὐτοὶ (δηλ. οἱ Βρεττανοὶ) ἐνταῦθα καλυβοποιοῦνται καὶ τὰ βοσκήματα κατασταθμεύουσιν Στράβ. 200.