καλόφυλλος

English (LSJ)

καλόφυλλον, with beautiful leaves, Thphr. HP 5.3.2.

Greek Monolingual

καλόφυλλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. λευκό-φυλλος, μεγαλό-φυλλος].